προβατεύς: Difference between revisions

From LSJ

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-έως, ό, Α<br /><b>1.</b> ο [[προβατευτής]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Προβατεύς</i><br />[[τίτλος]] έργου του Αντιφάνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόβατον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ιππ</i>-<i>εύς</i>)].
|mltxt=-έως, ό, Α<br /><b>1.</b> ο [[προβατευτής]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Προβατεύς</i><br />[[τίτλος]] έργου του Αντιφάνους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρόβατον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i> ([[πρβλ]]. [[ιππεύς]])].
}}
}}

Revision as of 16:05, 11 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβᾰτεύς Medium diacritics: προβατεύς Low diacritics: προβατεύς Capitals: ΠΡΟΒΑΤΕΥΣ
Transliteration A: probateús Transliteration B: probateus Transliteration C: provateys Beta Code: probateu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, = προβατευτής, title of play by Antiphanes, Poll.7.184.

German (Pape)

[Seite 710] ὁ, seltenere Form statt προβατευτής; Philes. de anim. 54, 2; Poll. 7, 184; Titel eines Stückes des Antiphanes, Ath. VII, 295 c.

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰτεύς: ὁ, = προβατευτής, ὄνομα κωμῳδίας τοῦ Ἀντιφάνους. ― Κατὰ Σουΐδ.: «προβατεύς, ὁ τῶν προβάτων ποιμήν. καὶ προβατέων, χωρικῶν ἀνθρώπων».

Greek Monolingual

-έως, ό, Α
1. ο προβατευτής
2. ως κύριο όν. Προβατεύς
τίτλος έργου του Αντιφάνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + κατάλ. -εύς (πρβλ. ιππεύς)].