σιδηρονόμος: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0879.png Seite 879]] mit dem Eisen oder Schwerte theilend, [[χείρ]], Aesch. Spt. 770.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0879.png Seite 879]] mit dem Eisen oder Schwerte theilend, [[χείρ]], Aesch. Spt. 770.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σῐδηρονόμος''': -ον, ([[νέμω]]) ὁ διὰ τοῦ σιδήρου διανέμων, δηλ. διὰ τοῦ ξίφους, χεὶρ Αἰσχύλ. Θήβ. 788.
|elnltext=σιδηρονόμος -ον, Dor. σιδᾱρονόμος [σίδηρος, νέμω] een ijzeren zwaard hanterend. Aeschl. Sept. 788.
}}
{{elru
|elrutext='''σῐδηρονόμος:''' дор. σῐδᾱρονόμος 2 производящий раздел силою железа, т. е. меча ([[χείρ]] Aesch.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''σῐδηρονόμος:''' -ον ([[νέμω]]), αυτός που διαμερίζει, που διαμοιράζει με το [[σίδερο]], δηλ. με το [[σπαθί]], με το [[ξίφος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''σῐδηρονόμος:''' -ον ([[νέμω]]), αυτός που διαμερίζει, που διαμοιράζει με το [[σίδερο]], δηλ. με το [[σπαθί]], με το [[ξίφος]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σῐδηρονόμος:''' дор. σῐδᾱρονόμος 2 производящий раздел силою железа, т. е. меча ([[χείρ]] Aesch.).
|lstext='''σῐδηρονόμος''': -ον, ([[νέμω]]) ὁ διὰ τοῦ σιδήρου διανέμων, δηλ. διὰ τοῦ ξίφους, χεὶρ Αἰσχύλ. Θήβ. 788.
}}
{{elnl
|elnltext=σιδηρονόμος -ον, Dor. σιδᾱρονόμος [σίδηρος, νέμω] een ijzeren zwaard hanterend. Aeschl. Sept. 788.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=σῐδηρο-[[νόμος]], ον, [[νέμω]]<br />distributing with [[iron]], i. e. with the [[sword]], Aesch.
|mdlsjtxt=σῐδηρο-[[νόμος]], ον, [[νέμω]]<br />distributing with [[iron]], i. e. with the [[sword]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 22:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηρονόμος Medium diacritics: σιδηρονόμος Low diacritics: σιδηρονόμος Capitals: ΣΙΔΗΡΟΝΟΜΟΣ
Transliteration A: sidēronómos Transliteration B: sidēronomos Transliteration C: sidironomos Beta Code: sidhrono/mos

English (LSJ)

ον, (νέμω) distributing with iron, i.e. with the sword, χείρ A.Th.788 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 879] mit dem Eisen oder Schwerte theilend, χείρ, Aesch. Spt. 770.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σιδηρονόμος -ον, Dor. σιδᾱρονόμος [σίδηρος, νέμω] een ijzeren zwaard hanterend. Aeschl. Sept. 788.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηρονόμος: дор. σῐδᾱρονόμος 2 производящий раздел силою железа, т. е. меча (χείρ Aesch.).

Greek Monolingual

-όνομον, Α
αυτός που διαιρεί με τον σίδηρο, δηλαδή με το ξίφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -νόμος].

Greek Monotonic

σῐδηρονόμος: -ον (νέμω), αυτός που διαμερίζει, που διαμοιράζει με το σίδερο, δηλ. με το σπαθί, με το ξίφος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηρονόμος: -ον, (νέμω) ὁ διὰ τοῦ σιδήρου διανέμων, δηλ. διὰ τοῦ ξίφους, χεὶρ Αἰσχύλ. Θήβ. 788.

Middle Liddell

σῐδηρο-νόμος, ον, νέμω
distributing with iron, i. e. with the sword, Aesch.