σκελιφρός: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και δ. γρφ. [[σκελεφρός]], -ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> αποξηραμένος<br /><b>2.</b> [[ξηρός]], [[κατάξηρος]]<br /><b>3.</b> [[κάτισχνος]] («τοὺς...ἀνθρώπους εὐτόνους τε καὶ σκελιφροὺς...[[εἶναι]]», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σκέλλομαι</i> «[[είμαι]] [[ξηρός]]» (<b>βλ. λ.</b> [[σκέλλω]]), πιθ. κατ' [[επίδραση]] τών τ. [[σκληφρός]], [[στιφρός]]].
|mltxt=και δ. γρφ. [[σκελεφρός]], -ά, -όν, Α<br /><b>1.</b> αποξηραμένος<br /><b>2.</b> [[ξηρός]], [[κατάξηρος]]<br /><b>3.</b> [[κάτισχνος]] («τοὺς...ἀνθρώπους εὐτόνους τε καὶ σκελιφροὺς... [[εἶναι]]», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>σκέλλομαι</i> «[[είμαι]] [[ξηρός]]» (<b>βλ. λ.</b> [[σκέλλω]]), πιθ. κατ' [[επίδραση]] τών τ. [[σκληφρός]], [[στιφρός]]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=σκελιφρός -ά -όν [σκέλλω] droog, mager.
|elnltext=σκελιφρός -ά -όν [σκέλλω] droog, mager.
}}
}}

Revision as of 08:30, 21 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκελιφρός Medium diacritics: σκελιφρός Low diacritics: σκελιφρός Capitals: ΣΚΕΛΙΦΡΟΣ
Transliteration A: skeliphrós Transliteration B: skeliphros Transliteration C: skelifros Beta Code: skelifro/s

English (LSJ)

(in Erot. with v.l. σκελεφρός), ά, όν, dry, parched, lean, dry or lean looking, Hp.Aër.4, v.l. in Art.8; Att. σκληφρός (q.v.).

German (Pape)

[Seite 891] trocken, dürr, hager, Hippocr. u. Sp., auch σκελεφρός geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

σκελιφρός: (παρὰ τῷ Ἐρωτιαν. σκελεφρός), ά, όν, ξηρός, κατάξηρος, κάτισχνος, Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, π. Ἄρθρ. 785· Ἀττ. σκληφρός, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
desséché, décharné.
Étymologie: σκέλλω.

Greek Monolingual

και δ. γρφ. σκελεφρός, -ά, -όν, Α
1. αποξηραμένος
2. ξηρός, κατάξηρος
3. κάτισχνος («τοὺς...ἀνθρώπους εὐτόνους τε καὶ σκελιφροὺς... εἶναι», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκέλλομαι «είμαι ξηρός» (βλ. λ. σκέλλω), πιθ. κατ' επίδραση τών τ. σκληφρός, στιφρός].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκελιφρός -ά -όν [σκέλλω] droog, mager.