σποδίτης: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και εσφ. γρφ. [[σποντίτης]], ὁ, Α<br />(για άρτο) ψημένος στη ζεστή [[στάχτη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σποδός]] «[[στάχτη]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ( | |mltxt=και εσφ. γρφ. [[σποντίτης]], ὁ, Α<br />(για άρτο) ψημένος στη ζεστή [[στάχτη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σποδός]] «[[στάχτη]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[πιτυρίτης]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 8 May 2023
English (LSJ)
[ῑ] ἄρτος, ὁ, bread baked in hot ashes, Hp.Mul.2.118, Diph.26: σποντίτης (sic),= libum, Gloss.
German (Pape)
[Seite 923] ὁ, ἄρτος, in heißer Asche gebackenes Brot, Ath. III, 111 e, aus Diphil. angeführt.
Greek (Liddell-Scott)
σποδίτης: ἄρτος [ῑ], ὁ, ἡψημένος ἐπὶ τῆς θερμῆς σποδιᾶς, Δίφιλ. ἐν «Διαμαστ.» 1.
Greek Monolingual
και εσφ. γρφ. σποντίτης, ὁ, Α
(για άρτο) ψημένος στη ζεστή στάχτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + επίθημα -ίτης (πρβλ. πιτυρίτης)].