συγκολλητής: Difference between revisions
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] ὁ, der Zusammenleimende, Zusammensetzende, ψευδῶν Ar. Nubb. 445. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0969.png Seite 969]] ὁ, der Zusammenleimende, Zusammensetzende, ψευδῶν Ar. Nubb. 445. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />celui qui colle ensemble, qui assemble.<br />'''Étymologie:''' [[συγκολλάω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγκολλητής''': -οῦ, ὁ, ὁ συγκολλῶν, συγκατασκευάζων, ἐπινοῶν, ψευδῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 446. | |lstext='''συγκολλητής''': -οῦ, ὁ, ὁ συγκολλῶν, συγκατασκευάζων, ἐπινοῶν, ψευδῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 446. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:07, 2 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, one who glues together, fabricator, ψευδῶν Ar.Nu.446 (anap.).
German (Pape)
[Seite 969] ὁ, der Zusammenleimende, Zusammensetzende, ψευδῶν Ar. Nubb. 445.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
celui qui colle ensemble, qui assemble.
Étymologie: συγκολλάω.
Greek (Liddell-Scott)
συγκολλητής: -οῦ, ὁ, ὁ συγκολλῶν, συγκατασκευάζων, ἐπινοῶν, ψευδῶν Ἀριστοφ. Νεφ. 446.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ συγκολλῶ
νεοελλ.
μεταλλοτεχνίτης ειδικευμένος στις συγκολλήσεις
αρχ.
μτφ. επινοητής («ψευδῶν ξυγκολλητής, εὐρησιεπής, περίτριμμα δικῶν», Αριστοφ.).
Greek Monotonic
συγκολλητής: -οῦ, ὁ, αυτός που συγκολλά, που συνδέει, κατασκευαστής, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
συγκολλητής: οῦ ὁ собиратель, составитель, сочинитель (ψευδῶν Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκολλητής -οῦ, ὁ [συγκολλάω] iem. die aan elkaar plakt:. ψευδῶν σ. iemand die de ene leugen aan de andere plakt Aristoph. Nub. 446.
Middle Liddell
συγκολλητής, οῦ, ὁ,
one who glues together, a fabricator, Ar.