συνεξαμαρτάνω: Difference between revisions
Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=sunecamarta/nw | |Beta Code=sunecamarta/nw | ||
|Definition=[[err along with]], [[share in a fault]], <span class="bibl">Th.3.43</span>, <span class="bibl">Lys.3.12</span>, etc.; τισι with them, <span class="bibl">Isoc.6.19</span>, <span class="bibl">D.61.19</span>, Chrysipp. Stoic.2.38, etc.; μετά τινος <span class="bibl">Antipho 5.76</span>; σ. τοῖς Αἰτωλῶν ἀσεβήμασιν <span class="bibl">Plb.5.11.1</span>. | |Definition=[[err along with]], [[share in a fault]], <span class="bibl">Th.3.43</span>, <span class="bibl">Lys.3.12</span>, etc.; τισι with them, <span class="bibl">Isoc.6.19</span>, <span class="bibl">D.61.19</span>, Chrysipp. Stoic.2.38, etc.; μετά τινος <span class="bibl">Antipho 5.76</span>; σ. τοῖς Αἰτωλῶν ἀσεβήμασιν <span class="bibl">Plb.5.11.1</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=se tromper <i>ou</i> faillir avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐξαμαρτάνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συνεξᾰμαρτάνω''': [[ἁμαρτάνω]], σφάλλομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, Θουκ. 3. 43, Λυσί. 97. 29, κτλ.· τινι, μετά τινος, Ἰσοκρ. 119Ε, Δημ., κλπ.· μετά τινος Ἀντιφῶν 138. 18· σ. τοῖς ἀσεβήμασί τινος Πολύβ. 5. 11, 1. | |lstext='''συνεξᾰμαρτάνω''': [[ἁμαρτάνω]], σφάλλομαι [[ὁμοῦ]] μετά τινος, Θουκ. 3. 43, Λυσί. 97. 29, κτλ.· τινι, μετά τινος, Ἰσοκρ. 119Ε, Δημ., κλπ.· μετά τινος Ἀντιφῶν 138. 18· σ. τοῖς ἀσεβήμασί τινος Πολύβ. 5. 11, 1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:30, 2 October 2022
English (LSJ)
err along with, share in a fault, Th.3.43, Lys.3.12, etc.; τισι with them, Isoc.6.19, D.61.19, Chrysipp. Stoic.2.38, etc.; μετά τινος Antipho 5.76; σ. τοῖς Αἰτωλῶν ἀσεβήμασιν Plb.5.11.1.
French (Bailly abrégé)
se tromper ou faillir avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἐξαμαρτάνω.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξᾰμαρτάνω: ἁμαρτάνω, σφάλλομαι ὁμοῦ μετά τινος, Θουκ. 3. 43, Λυσί. 97. 29, κτλ.· τινι, μετά τινος, Ἰσοκρ. 119Ε, Δημ., κλπ.· μετά τινος Ἀντιφῶν 138. 18· σ. τοῖς ἀσεβήμασί τινος Πολύβ. 5. 11, 1.
Greek Monolingual
Α ἐξαμαρτάνω
πέφτω σε πλάνη μαζί με άλλον.
Greek Monotonic
συνεξᾰμαρτάνω: μέλ. -αμαρτήσομαι, έχω μερίδιο ευθύνης σε κάποιο ατόπημα, σε Θουκ. κ.λπ.· τινί, σφάλλω από κοινού με κάποιον, σε Δημ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
συνεξᾰμαρτάνω:
1) вместе заблуждаться, совершать те же ошибки Thuc.;
2) вместе совершать грех, участвовать в преступлении, быть сообщником (τινί Isocr., Dem.): τοῖς ἀσεβήμασί τινος σ. Polyb. быть участником чьих-л. гнусных преступлений.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνεξαμαρτάνω, Att. ook ξυνεξαμαρτάνω mede een grote fout maken, samen een wandaad begaan; met dat. met iem.. Lys. 3.12.
Middle Liddell
fut. -αμαρτήσομαι
to have part in a fault, Thuc., etc.; τινί with one, Dem., etc.