σύμπλεος: Difference between revisions

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=su/mpleos
|Beta Code=su/mpleos
|Definition=a, ον, [[quite full]], τινος of a thing, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Flat.</span>3</span> cod.M; Att. σύμπλεως <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>1.2.22</span>.
|Definition=a, ον, [[quite full]], τινος of a thing, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Flat.</span>3</span> cod.M; Att. σύμπλεως <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>1.2.22</span>.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tout plein de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πλέος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σύμπλεος''': -α, -ον, [[ὅλως]] [[πλήρης]], τινος, ἔκ τινος πράγματος, ἅπαν τὸ μεταξὺ γῆς τε καὶ οὐρανοῦ πνεύματος σύμπλεόν ἐστι Ἱππ. 296. 35· Ἀττ. σύμπλεως Ξεν. Ἀν. 1. 2, 22 (κατὰ τὰ ἄριστα Ἀντίγραφα ἀντὶ ἔμπλεως).
|lstext='''σύμπλεος''': -α, -ον, [[ὅλως]] [[πλήρης]], τινος, ἔκ τινος πράγματος, ἅπαν τὸ μεταξὺ γῆς τε καὶ οὐρανοῦ πνεύματος σύμπλεόν ἐστι Ἱππ. 296. 35· Ἀττ. σύμπλεως Ξεν. Ἀν. 1. 2, 22 (κατὰ τὰ ἄριστα Ἀντίγραφα ἀντὶ ἔμπλεως).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tout plein de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[πλέος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:42, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπλεος Medium diacritics: σύμπλεος Low diacritics: σύμπλεος Capitals: ΣΥΜΠΛΕΟΣ
Transliteration A: sýmpleos Transliteration B: sympleos Transliteration C: sympleos Beta Code: su/mpleos

English (LSJ)

a, ον, quite full, τινος of a thing, Hp.Flat.3 cod.M; Att. σύμπλεως X.An.1.2.22.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout plein de, gén..
Étymologie: σύν, πλέος.

Greek (Liddell-Scott)

σύμπλεος: -α, -ον, ὅλως πλήρης, τινος, ἔκ τινος πράγματος, ἅπαν τὸ μεταξὺ γῆς τε καὶ οὐρανοῦ πνεύματος σύμπλεόν ἐστι Ἱππ. 296. 35· Ἀττ. σύμπλεως Ξεν. Ἀν. 1. 2, 22 (κατὰ τὰ ἄριστα Ἀντίγραφα ἀντὶ ἔμπλεως).

Greek Monolingual

-έα, -ον και αττ. τ. σύμπλεως, -ων, Α
ο εντελώς γεμάτος με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -πλεος / -πλεως (< πίμπλημι «είμαι γεμάτος»), πρβλ. περίπλεος / -ως].

Greek Monotonic

σύμπλεος: Αττ. -πλεως, , -ον, εντελώς γεμάτος, πλήρης, σε Ξεν.

Middle Liddell

σύμ-πλεος, αττιξ -πλεωσος, η, ον
quite full, Xen.