φιδίτης: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[φειδίτης]], -ου, ό, δωρ. τ. [[φιδίτης]], -α, Α<br />[[μέλος]] φιδιτίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. τ. με κατάλ. -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>θιασ</i>-[[ίτης]]), σχηματισμένος από ένα θ. <i>φ</i>(<i>ε</i>)<i>ιδ</i>-, το οποίο, όμως, παραμένει δυσερμήνευτο. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], πρόκειται για το θ. ενός αμάρτυρου ουσ. με σημ. «[[μέρος]], [[μερίδιο]]» που πιθ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bh</i>(<i>e</i>)<i>id</i>- «[[χωρίζω]], [[διανέμω]]» (<b>πρβλ.</b> [[φείδομαι]]), αν όχι για την [[ίδια]] την λ. [[φειδώ]]. Συνεπώς, η κυριολ. σημ. της λ. θα ήταν «αυτός που παίρνει την [[μερίδα]] που του αναλογεί». Η [[άποψη]] ότι ο τ. προήλθε από την λ. [[φιλία]] με [[εναλλαγή]] <i>λ</i>/<i>δ</i> (<b>πρβλ.</b> και τον τ. [[φιλίτια]]) δεν θεωρείται πιθανή].
|mltxt=και [[φειδίτης]], -ου, ό, δωρ. τ. [[φιδίτης]], -α, Α<br />[[μέλος]] φιδιτίου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. τ. με κατάλ. -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[θιασίτης]]), σχηματισμένος από ένα θ. <i>φ</i>(<i>ε</i>)<i>ιδ</i>-, το οποίο, όμως, παραμένει δυσερμήνευτο. Κατά την επικρατέστερη [[άποψη]], πρόκειται για το θ. ενός αμάρτυρου ουσ. με σημ. «[[μέρος]], [[μερίδιο]]» που πιθ. ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>bh</i>(<i>e</i>)<i>id</i>- «[[χωρίζω]], [[διανέμω]]» (<b>πρβλ.</b> [[φείδομαι]]), αν όχι για την [[ίδια]] την λ. [[φειδώ]]. Συνεπώς, η κυριολ. σημ. της λ. θα ήταν «αυτός που παίρνει την [[μερίδα]] που του αναλογεί». Η [[άποψη]] ότι ο τ. προήλθε από την λ. [[φιλία]] με [[εναλλαγή]] <i>λ</i>/<i>δ</i> (<b>πρβλ.</b> και τον τ. [[φιλίτια]]) δεν θεωρείται πιθανή].
}}
}}

Revision as of 15:12, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐδίτης Medium diacritics: φιδίτης Low diacritics: φιδίτης Capitals: ΦΙΔΙΤΗΣ
Transliteration A: phidítēs Transliteration B: phiditēs Transliteration C: fiditis Beta Code: fidi/ths

English (LSJ)

[ῑτ], ου, Dor. -ας, α, ὁ, member of a φιδίτιον, Sphaer.Stoic.1.142, Ath.4.140e (φειδ- codd.Ath. in both places).

Greek Monolingual

και φειδίτης, -ου, ό, δωρ. τ. φιδίτης, -α, Α
μέλος φιδιτίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. τ. με κατάλ. -ίτης (πρβλ. θιασίτης), σχηματισμένος από ένα θ. φ(ε)ιδ-, το οποίο, όμως, παραμένει δυσερμήνευτο. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για το θ. ενός αμάρτυρου ουσ. με σημ. «μέρος, μερίδιο» που πιθ. ανάγεται στην ΙΕ ρίζα bh(e)id- «χωρίζω, διανέμω» (πρβλ. φείδομαι), αν όχι για την ίδια την λ. φειδώ. Συνεπώς, η κυριολ. σημ. της λ. θα ήταν «αυτός που παίρνει την μερίδα που του αναλογεί». Η άποψη ότι ο τ. προήλθε από την λ. φιλία με εναλλαγή λ/δ (πρβλ. και τον τ. φιλίτια) δεν θεωρείται πιθανή].