φλεγματικός: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1291.png Seite 1291]] zum Schleim gehörig, davon kommend, voll Schleim, daran leidend, Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1291.png Seite 1291]] zum Schleim gehörig, davon kommend, voll Schleim, daran leidend, Medic.
}}
{{elru
|elrutext='''φλεγμᾰτικός:''' [[воспалительный]] ([[πάθος]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[φλεγματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[φλέγμα]], -<i>ατος</i>]<br />[[φλεγματώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ψυχολ.)</b> [[ένας]] από τους [[τέσσερεις]] βασικούς, σύμφωνα με τη [[θεωρία]] της κράσης, τύπους της ιδιοσυγκρασίας του ανθρώπου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ψύχραιμος]], [[απαθής]], [[ασυγκίνητος]].
|mltxt=-ή, -ό / [[φλεγματικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[φλέγμα]], -<i>ατος</i>]<br />[[φλεγματώδης]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(ψυχολ.)</b> [[ένας]] από τους [[τέσσερεις]] βασικούς, σύμφωνα με τη [[θεωρία]] της κράσης, τύπους της ιδιοσυγκρασίας του ανθρώπου<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[ψύχραιμος]], [[απαθής]], [[ασυγκίνητος]].
}}
{{elru
|elrutext='''φλεγμᾰτικός:''' [[воспалительный]] ([[πάθος]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 16:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλεγμᾰτικός Medium diacritics: φλεγματικός Low diacritics: φλεγματικός Capitals: ΦΛΕΓΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: phlegmatikós Transliteration B: phlegmatikos Transliteration C: flegmatikos Beta Code: flegmatiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (φλέγμα 11.2) abounding in phlegm, ἔδεσμα, of the brain as food, Gal.6.676 (Comp.), cf. Alex.Aphr.Pr.1.2 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 1291] zum Schleim gehörig, davon kommend, voll Schleim, daran leidend, Medic.

Russian (Dvoretsky)

φλεγμᾰτικός: воспалительный (πάθος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

φλεγμᾰτικός: -ή, -όν, (φλέγμα ΙΙ. 2) φλεγματώδης, πάθος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 1, 10, Γαλην., κλπ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / φλεγματικός, -ή, -όν, ΝΜΑ φλέγμα, -ατος]
φλεγματώδης
νεοελλ.
1. (ψυχολ.) ένας από τους τέσσερεις βασικούς, σύμφωνα με τη θεωρία της κράσης, τύπους της ιδιοσυγκρασίας του ανθρώπου
2. μτφ. ψύχραιμος, απαθής, ασυγκίνητος.