φλύζω: Difference between revisions
From LSJ
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
(CSV import) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φλύζω:''' βλ. [[φλύω]]. | |lsmtext='''φλύζω:''' βλ. [[φλύω]]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=ξεχειλίζω, [[γεμίζω]] [[μέχρι]] πάνω). Ἀπό ρίζα φλυ- τοῦ [[φλέω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:35, 14 October 2022
English (LSJ)
v. φλύω.
German (Pape)
[Seite 1293] seltene Nebenform von φλύω, Nic. Al. 214 μανίης ὕπο μυρία φλύζων.
Greek (Liddell-Scott)
φλύζω: ἐν λέξ. φλύω.
Greek Monolingual
Α
φλύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ρ. φλύω σχηματισμένος από το θ. φλυ- με λαρυγγική παρέκταση -γ- και επίθημα -jω (βλ. και λ. φλύω)].
Greek Monotonic
φλύζω: βλ. φλύω.
Mantoulidis Etymological
(=ξεχειλίζω, γεμίζω μέχρι πάνω). Ἀπό ρίζα φλυ- τοῦ φλέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.