φλυδαρός: Difference between revisions

From LSJ

ἐπ' αὐτὸν ἐπενθρῴσκει πυρὶ καὶ στεροπαῖς ὁ Διὸς γενέτας, δειναὶ δ' ἅμ᾽ ἕπονται κῆρες ἀναπλάκητοι → the son of Zeus is springing upon him with fiery lightning, and with him come the dread unerring Fates

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4, $7$9)")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ά, -όν, Α<br />[[υγρός]] ή [[πλαδαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φλυδῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[αρός]] (<b>πρβλ.</b> <i>μαδ</i>-[[αρός]], <i>πλαδ</i>-[[αρός]]). Ο τ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στο ανθρωπωνύμιο <i>pu</i><sub>2</sub><i>rudaro</i>].
|mltxt=-ά, -όν, Α<br />[[υγρός]] ή [[πλαδαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φλυδῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[αρός]] ([[πρβλ]]. [[μαδαρός]], [[πλαδαρός]]). Ο τ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στο ανθρωπωνύμιο <i>pu</i><sub>2</sub><i>rudaro</i>].
}}
}}

Latest revision as of 15:23, 8 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλῠδᾰρός Medium diacritics: φλυδαρός Low diacritics: φλυδαρός Capitals: ΦΛΥΔΑΡΟΣ
Transliteration A: phlydarós Transliteration B: phlydaros Transliteration C: flydaros Beta Code: fludaro/s

English (LSJ)

ά, όν, soft, flabby, Hp. ap. Gal.19.152.

German (Pape)

[Seite 1293] weich von überflüssiger Nässe, Feuchtigkeit, matschig, wie πλαδαρός, Galen. aus Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

φλῠδᾰρός: -ά, -όν, ὡς τὸ πλαδαρός, ὑγρός, μυδῶν, Γαλην. Ἱππ. Γλωσσ. Ἐξήγ. 592.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
υγρός ή πλαδαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλυδῶ + επίθημα -αρός (πρβλ. μαδαρός, πλαδαρός). Ο τ. απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή στο ανθρωπωνύμιο pu2rudaro].