χαροποιός: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1339.png Seite 1339]] Freude machend, erfreuend, θυσίαι Eur. Hec. 917 u. Χάριτες Phoen. 800 f. L. statt [[χοροποιός]], nach Pors.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1339.png Seite 1339]] Freude machend, erfreuend, θυσίαι Eur. Hec. 917 u. Χάριτες Phoen. 800 f. L. statt [[χοροποιός]], nach Pors.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui réjouit, agréable.<br />'''Étymologie:''' [[χαρά]], [[ποιέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χᾰροποιός''': -όν, ὁ προξενῶν χαράν, φαιδρύνων, κάμνων τινὰ νὰ χαίρη, ὁφθαλμοὶ Ἑβδ. (Γεν. ΜΘ΄, 12), πρβλ. Σχόλ. εἱς Ἱλ. Ν 82, Σουΐδ.· - πρβλ. [[χοροποιός]]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 149, 151.
|lstext='''χᾰροποιός''': -όν, ὁ προξενῶν χαράν, φαιδρύνων, κάμνων τινὰ νὰ χαίρη, ὁφθαλμοὶ Ἑβδ. (Γεν. ΜΘ΄, 12), πρβλ. Σχόλ. εἱς Ἱλ. Ν 82, Σουΐδ.· - πρβλ. [[χοροποιός]]. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 149, 151.
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui réjouit, agréable.<br />'''Étymologie:''' [[χαρά]], [[ποιέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰροποιός Medium diacritics: χαροποιός Low diacritics: χαροποιός Capitals: ΧΑΡΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: charopoiós Transliteration B: charopoios Transliteration C: charopoios Beta Code: xaropoio/s

English (LSJ)

όν, gladdening, Procl.Par.Ptol.16, Hsch. s.v. εὐρίζων ἀγαλλιάματι, f.l. for χαροποί in LXX Ge.49.12.

German (Pape)

[Seite 1339] Freude machend, erfreuend, θυσίαι Eur. Hec. 917 u. Χάριτες Phoen. 800 f. L. statt χοροποιός, nach Pors.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui réjouit, agréable.
Étymologie: χαρά, ποιέω.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰροποιός: -όν, ὁ προξενῶν χαράν, φαιδρύνων, κάμνων τινὰ νὰ χαίρη, ὁφθαλμοὶ Ἑβδ. (Γεν. ΜΘ΄, 12), πρβλ. Σχόλ. εἱς Ἱλ. Ν 82, Σουΐδ.· - πρβλ. χοροποιός. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 149, 151.

Greek Monolingual

-ό / χαροποιός, -όν, ΝΜΑ
χαρμόσυνος
νεοελλ.
(το ουδ. στον πληθ. χωρίς άρθ. ως επίρρ.) χαροποιά
χαρμόσυνα, με χαρά
μσν.-αρχ.
χαρωπός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρά + -ποιός].

Russian (Dvoretsky)

χᾰροποιός: радующий, радостный (θυσία Eur.).