χειρογάστωρ: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ορος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[χειροβίωτος]], ο [[βιοπαλαιστής]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Ησύχ,.) «χειρογάστορες, οἱ ἀπὸ τῶν χειρῶν γαστριζόμενοι καὶ τῇ γαστρὶ πορίζοντες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γάστωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γαστήρ]] «[[κοιλιά]]»), | |mltxt=-ορος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[χειροβίωτος]], ο [[βιοπαλαιστής]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον Ησύχ,.) «χειρογάστορες, οἱ ἀπὸ τῶν χειρῶν γαστριζόμενοι καὶ τῇ γαστρὶ πορίζοντες».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χειρ]](<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>γάστωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γαστήρ]] «[[κοιλιά]]»), [[πρβλ]]. [[γλωσσογάστωρ]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:14, 10 May 2023
English (LSJ)
ορος, ὁ, ἡ, one who fills his belly with his hands, i.e. lives by handiwork, Hecat.367 J.: Χειρογάστορες, name of play by Nicopho.
German (Pape)
[Seite 1345] ορος, der seinen Bauch mit den Händen füllt, d. i. Einer der sich von seiner Hände Arbeit nährt, Hecat. bei Poll. 1, 50. 7, 7.
Greek (Liddell-Scott)
χειρογάστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ διὰ τῆς ἐργασίας τῶν χειρῶν ποριζόμενος τὴν τροφὴν τῆς γαστρός, χειροβίωτος, Ἑκαταῖος 359· Χειρογάστορες εἶναι ἡ ἐπιγραφὴ δράματός τινος τοῦ Νικοφῶντος, πρβλ. Herm. Opusc. 7. 325 κἑξ.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
1. ο χειροβίωτος, ο βιοπαλαιστής
2. (κατά τον Ησύχ,.) «χειρογάστορες, οἱ ἀπὸ τῶν χειρῶν γαστριζόμενοι καὶ τῇ γαστρὶ πορίζοντες».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -γάστωρ (< γαστήρ «κοιλιά»), πρβλ. γλωσσογάστωρ].