δακτυλήθρα: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=daktulh/qra
|Beta Code=daktulh/qra
|Definition=ἡ, (δάκτυλος) [[finger-sheath]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.8.17</span>, <span class="bibl">Clearch. 21</span>; [[thumb-screw]], <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ma.</span>8.13</span>.
|Definition=ἡ, (δάκτυλος) [[finger-sheath]], <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.8.17</span>, <span class="bibl">Clearch. 21</span>; [[thumb-screw]], <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ma.</span>8.13</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[dedil]] περὶ ἄκραις ταῖς χερσὶ ... δακτυλήθρας ἔχουσιν X.<i>Cyr</i>.8.8.17, δακτυλήθρας ἔχων ἐσθίειν λέγεται τὸ ὄψον Clearch.54, cf. Hdn.<i>Epim</i>.225, Simp.<i>in Cat</i>.238.29, Eust.927.57.<br /><b class="num">2</b> n. de un [[instrumento de tortura para los dedos]], [[empulguera]] τροχούς τε καὶ ἀρθρέμβολα ... τήγανά τε καὶ δακτυλήθρας [[LXX]] 4<i>Ma</i>.8.13, ἄτοπα κολαστηρίων καὶ [[γένη]] ... δακτυλήθραν καὶ ποδοστράβην Synes.<i>Ep</i>.42.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 21:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />gant.<br />'''Étymologie:''' [[δάκτυλος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />gant.<br />'''Étymologie:''' [[δάκτυλος]].
}}
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[dedil]] περὶ ἄκραις ταῖς χερσὶ ... δακτυλήθρας ἔχουσιν X.<i>Cyr</i>.8.8.17, δακτυλήθρας ἔχων ἐσθίειν λέγεται τὸ ὄψον Clearch.54, cf. Hdn.<i>Epim</i>.225, Simp.<i>in Cat</i>.238.29, Eust.927.57.<br /><b class="num">2</b> n. de un [[instrumento de tortura para los dedos]], [[empulguera]] τροχούς τε καὶ ἀρθρέμβολα ... τήγανά τε καὶ δακτυλήθρας [[LXX]] 4<i>Ma</i>.8.13, ἄτοπα κολαστηρίων καὶ [[γένη]] ... δακτυλήθραν καὶ ποδοστράβην Synes.<i>Ep</i>.42.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 10:43, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δακτῠλήθρα Medium diacritics: δακτυλήθρα Low diacritics: δακτυλήθρα Capitals: ΔΑΚΤΥΛΗΘΡΑ
Transliteration A: daktylḗthra Transliteration B: daktylēthra Transliteration C: daktylithra Beta Code: daktulh/qra

English (LSJ)

ἡ, (δάκτυλος) finger-sheath, X.Cyr.8.8.17, Clearch. 21; thumb-screw, LXX 4 Ma.8.13.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 dedil περὶ ἄκραις ταῖς χερσὶ ... δακτυλήθρας ἔχουσιν X.Cyr.8.8.17, δακτυλήθρας ἔχων ἐσθίειν λέγεται τὸ ὄψον Clearch.54, cf. Hdn.Epim.225, Simp.in Cat.238.29, Eust.927.57.
2 n. de un instrumento de tortura para los dedos, empulguera τροχούς τε καὶ ἀρθρέμβολα ... τήγανά τε καὶ δακτυλήθρας LXX 4Ma.8.13, ἄτοπα κολαστηρίων καὶ γένη ... δακτυλήθραν καὶ ποδοστράβην Synes.Ep.42.

German (Pape)

[Seite 520] ἡ, 1) Handschuh, Xen. Cyr. 8, 8, 9; Ath. I, 6 d. – 2) ein Marterwerkzeug, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

δακτῠλήθρα: ἡ, (δάκτυλος) θήκη διὰ τὸν δάκτυλον, Ξεν. Κύρ. 8. 8, 17, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 6D· εἶδος βασανιστικοῦ ὀργάνου, Ἰώσηπ. Μακκ. 8. 12, Συνέσ. Ἐπ. 58.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
gant.
Étymologie: δάκτυλος.

Greek Monolingual

η
βλ. δαχτυλήθρα.

Greek Monotonic

δακτῠλήθρα: ἡ (δάκτυλος), προστατευτικό του δακτύλου, εξάρτημα για προστασία δαχτύλου ράφτη ή μοδίστρας, δαχτυλήθρα (ό,τι και στη Ν.Ε.), σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δακτυλήθρα -ας, ἡ [δάκτυλος] handschoen.

Russian (Dvoretsky)

δακτῠλήθρα:рукавица, перчатка Xen.

Middle Liddell

δάκτυλος
a finger-sheath, Xen.