διαγρηγορέω: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=diagrhgore/w | |Beta Code=diagrhgore/w | ||
|Definition=[[start into full wakefulness]], Ev.Luc.9.32; [[keep awake]], πάσης τῆς νυκτὸς ἐν φροντίσιν καὶ δέει δ. <span class="bibl">Hdn.3.4.4</span>. | |Definition=[[start into full wakefulness]], Ev.Luc.9.32; [[keep awake]], πάσης τῆς νυκτὸς ἐν φροντίσιν καὶ δέει δ. <span class="bibl">Hdn.3.4.4</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=[[estar desvelado]] διαγρηγορήσαντες δὲ [[εἶδον]] se desvelaron y lo vieron (a Jesucristo transfigurado)</i> <i>Eu.Luc</i>.9.32, πάσης τῆς νυκτὸς ἐν φροντίσιν ... καὶ δέει διαγρηγορήσαντες Hdn.3.4.4, cf. Eus.M.23.892C, Nil.M.79.580D., Didym.<i>in Zacch</i>.1.274. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαγρηγορέω''': διατελῶ [[ἔξυπνος]], [[ἄγρυπνος]], Ἡρωδιαν. 3. 4· ἐκ τοῦ ὕπνου ἐξεγείρομαι, ἐξυπνῶ, Ν. Δ., Βυζ. | |lstext='''διαγρηγορέω''': διατελῶ [[ἔξυπνος]], [[ἄγρυπνος]], Ἡρωδιαν. 3. 4· ἐκ τοῦ ὕπνου ἐξεγείρομαι, ἐξυπνῶ, Ν. Δ., Βυζ. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 10:50, 1 October 2022
English (LSJ)
start into full wakefulness, Ev.Luc.9.32; keep awake, πάσης τῆς νυκτὸς ἐν φροντίσιν καὶ δέει δ. Hdn.3.4.4.
Spanish (DGE)
estar desvelado διαγρηγορήσαντες δὲ εἶδον se desvelaron y lo vieron (a Jesucristo transfigurado) Eu.Luc.9.32, πάσης τῆς νυκτὸς ἐν φροντίσιν ... καὶ δέει διαγρηγορήσαντες Hdn.3.4.4, cf. Eus.M.23.892C, Nil.M.79.580D., Didym.in Zacch.1.274.
Greek (Liddell-Scott)
διαγρηγορέω: διατελῶ ἔξυπνος, ἄγρυπνος, Ἡρωδιαν. 3. 4· ἐκ τοῦ ὕπνου ἐξεγείρομαι, ἐξυπνῶ, Ν. Δ., Βυζ.
English (Strong)
from διά and γρηγορεύω; to waken thoroughly: be awake.
English (Thayer)
διαγρηγόρω: 1st aorist διεγρηγόρησα; to watch through, (Herodian, 3,4, 8 (4, Bekker edition) πάσης τῆς νυκτός ... διαγρηγορήσαντες, Niceph. Greg. Hist. Byz., p. 205f. and 571a.); to remain awake: βεβαρημένοι ὕπνῳ); (others (e. g., R. V. text) to be fully awake, cf. Niceph. as above, p. 205f. δόξαν ἀπεβαλομην ὥσπερ οἱ διαγρηγορήσαντες τά ἐν τοῖς ὑπνοῖς ὀνειρατα; Winer's De verb. comp. etc. Part v., p. 11 f).
Russian (Dvoretsky)
διαγρηγορέω: пробуждаться, просыпаться NT.
Chinese
原文音譯:diagrhgoršw 笛阿-格雷哥雷哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:經過-喚醒 相當於: (מִשְׁמָר) (שָׁקַד)
字義溯源:徹底清醒,在清醒著,清醒;由(διά)*=通過)與(γρηγορέω)=保持醒覺)組成;而 (διαβλέπω)出自(ἐγείρω)*=醒)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 既清醒了(1) 路9:32