θυλακοτρώξ: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "μῡς" to "μῦς")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυλακοτρώξ]], -ῶγος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κατατρώγει θυλάκους, σακούλια<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μῡς<br />οἱ δὲ [[ἀκρίς]]» — ο [[ποντικός]], κατ' άλλους η [[ακρίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύλακος]] <span style="color: red;">+</span> -[[τρώξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρώγω]]), [[πρβλ]]. [[κυαμοτρώξ]], [[φυλλοτρώξ]].
|mltxt=[[θυλακοτρώξ]], -ῶγος, ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που κατατρώγει θυλάκους, σακούλια<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μῦς<br />οἱ δὲ [[ἀκρίς]]» — ο [[ποντικός]], κατ' άλλους η [[ακρίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θύλακος]] <span style="color: red;">+</span> -[[τρώξ]] (<span style="color: red;"><</span> [[τρώγω]]), [[πρβλ]]. [[κυαμοτρώξ]], [[φυλλοτρώξ]].
}}
}}

Revision as of 11:12, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡλᾰκοτρώξ Medium diacritics: θυλακοτρώξ Low diacritics: θυλακοτρώξ Capitals: ΘΥΛΑΚΟΤΡΩΞ
Transliteration A: thylakotrṓx Transliteration B: thylakotrōx Transliteration C: thylakotroks Beta Code: qulakotrw/c

English (LSJ)

ῶγος, ὁ, ἡ, gnawing sacks, Hsch., Hdn.Gr.2.37.

German (Pape)

[Seite 1222] ῶγος, den Sack zernagend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

θῡλᾰκοτρώξ: -ῶγος, ὁ, ἡ, κατατρώγων θύλακας, «μῦς, οἱ δὲ ἀκρὶς» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

θυλακοτρώξ, -ῶγος, ὁ (Α)
1. αυτός που κατατρώγει θυλάκους, σακούλια
2. (κατά τον Ησύχ.) «μῦς
οἱ δὲ ἀκρίς» — ο ποντικός, κατ' άλλους η ακρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + -τρώξ (< τρώγω), πρβλ. κυαμοτρώξ, φυλλοτρώξ.