κακολογικός: Difference between revisions

From LSJ

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1300.png Seite 1300]] ή, όν, der gern übel von Jem. spricht, Eust.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1300.png Seite 1300]] ή, όν, der gern übel von Jem. spricht, Eust.
}}
{{elru
|elrutext='''κακολογικός:''' [[порицательный]], [[обвинительный]] (sc. [[λόγος]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κακολογικός]], -ή, -όν) [[κακολογία]]<br />αυτός που αναφέρεται στην [[κακολογία]], [[υβριστικός]], [[ονειδιστικός]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[κακολογικός]], -ή, -όν) [[κακολογία]]<br />αυτός που αναφέρεται στην [[κακολογία]], [[υβριστικός]], [[ονειδιστικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''κακολογικός:''' [[порицательный]], [[обвинительный]] (sc. [[λόγος]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 13:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκολογικός Medium diacritics: κακολογικός Low diacritics: κακολογικός Capitals: ΚΑΚΟΛΟΓΙΚΟΣ
Transliteration A: kakologikós Transliteration B: kakologikos Transliteration C: kakologikos Beta Code: kakologiko/s

English (LSJ)

ή, όν, vituperative, τὸ κ. Arist.Rh.Al.1440b5.

German (Pape)

[Seite 1300] ή, όν, der gern übel von Jem. spricht, Eust.

Russian (Dvoretsky)

κακολογικός: порицательный, обвинительный (sc. λόγος Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κακολογικός: -ή, -όν, ὀνειδιστικός, ψεκτικός, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλ. 36, 1, Εὐστ. Πονημάτ. 46. 1.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM κακολογικός, -ή, -όν) κακολογία
αυτός που αναφέρεται στην κακολογία, υβριστικός, ονειδιστικός.