καταζώννυμι: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1348.png Seite 1348]] (s. [[ζώννυμι]]), nur med., sich umgürten; δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο Eur. Bacch. 697; Plut. Pyrrh. 27; χιτῶνας χαλκέαις μίτραις κατεζωσμένοι D. Hal. 2, 70.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1348.png Seite 1348]] (s. [[ζώννυμι]]), nur med., sich umgürten; δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο Eur. Bacch. 697; Plut. Pyrrh. 27; χιτῶνας χαλκέαις μίτραις κατεζωσμένοι D. Hal. 2, 70.
}}
{{bailly
|btext=ceindre, entourer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ζώννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταζώννῡμι''': καὶ -νύω: μέλλ.-ζώσω:― ζωννύω στερεῶς· Μέσ., ζωννύω δι’ ἐμαυτόν, δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο Εὐρ. Βάκχ. 698· ἐν ἱματίοις κ. τοὺς χιτωνίσκους Πλουτ. Πύρρ. 27.― Παθ., χιτῶνας μίτραις κατεζωσμένοι Διον. Ἁλ. 2. 70.
|lstext='''καταζώννῡμι''': καὶ -νύω: μέλλ.-ζώσω:― ζωννύω στερεῶς· Μέσ., ζωννύω δι’ ἐμαυτόν, δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο Εὐρ. Βάκχ. 698· ἐν ἱματίοις κ. τοὺς χιτωνίσκους Πλουτ. Πύρρ. 27.― Παθ., χιτῶνας μίτραις κατεζωσμένοι Διον. Ἁλ. 2. 70.
}}
{{bailly
|btext=ceindre, entourer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ζώννυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταζώννῡμι Medium diacritics: καταζώννυμι Low diacritics: καταζώννυμι Capitals: ΚΑΤΑΖΩΝΝΥΜΙ
Transliteration A: katazṓnnymi Transliteration B: katazōnnymi Transliteration C: katazonnymi Beta Code: katazw/nnumi

English (LSJ)

gird fast:—Med., gird for oneself, δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο E.Ba.698; ἐν ἱματίοις κ. τοὺς Χιτωνίσκους Plu.Pyrrh.27:— Pass., Χιτῶνας μίτραις κατεζωσμένοι D.H.2.70.

German (Pape)

[Seite 1348] (s. ζώννυμι), nur med., sich umgürten; δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο Eur. Bacch. 697; Plut. Pyrrh. 27; χιτῶνας χαλκέαις μίτραις κατεζωσμένοι D. Hal. 2, 70.

French (Bailly abrégé)

ceindre, entourer.
Étymologie: κατά, ζώννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

καταζώννῡμι: καὶ -νύω: μέλλ.-ζώσω:― ζωννύω στερεῶς· Μέσ., ζωννύω δι’ ἐμαυτόν, δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο Εὐρ. Βάκχ. 698· ἐν ἱματίοις κ. τοὺς χιτωνίσκους Πλουτ. Πύρρ. 27.― Παθ., χιτῶνας μίτραις κατεζωσμένοι Διον. Ἁλ. 2. 70.

Greek Monolingual

καταζώννυμι (Α)
1. ζώνω σφιχτά
2. μέσ. καταζώννυμαι
ζώνομαι από πάνω ώς κάτω σφιχτά.

Greek Monotonic

καταζώννῡμι: και -ύω, μέλ. -ζώσω, δένω σφιχτά, ζώνω σφιχτά, σφίγγω γερά — Μέσ., ζώνομαι, σε Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-ζώννυμι, meestal med. omgorden:. δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο zij omgordden hun dierenvellen met slangen Eur. Ba. 698.

Middle Liddell

and -ύω fut. -ζώσω
to gird fast; Mid. to gird for oneself, Eur.