κατασπαταλάω: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1380.png Seite 1380]] = [[κατασπαθάω]], Luc. ep. 7 (XI, 402) u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1380.png Seite 1380]] = [[κατασπαθάω]], Luc. ep. 7 (XI, 402) u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />vivre dans la mollesse.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σπαταλάω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασπᾰτᾰλάω''': ζῶ μετὰ σπατάλης, ἀκολάστως καὶ ἀσώτως, καθ’ Ἡσύχ. «κατατρυφῶ, τρυφῶ», Ἀνθολ. Π. 11. 402, Ἑβδ. (Ἀμὼς Ϛ΄, 4)· [[λίαν]] σπαταλῶ, καταδαπανῶ εἰς εὐζωΐαν καὶ ἀκολασίας, ὁ Σουΐδ. συνάπτει, κατασπαθᾶν καὶ κατασπαταλᾶν καὶ σκορπίζειν· ὁ Φώτ. τρυφῶσί τε καὶ κατασπαταλῶσι.
|lstext='''κατασπᾰτᾰλάω''': ζῶ μετὰ σπατάλης, ἀκολάστως καὶ ἀσώτως, καθ’ Ἡσύχ. «κατατρυφῶ, τρυφῶ», Ἀνθολ. Π. 11. 402, Ἑβδ. (Ἀμὼς Ϛ΄, 4)· [[λίαν]] σπαταλῶ, καταδαπανῶ εἰς εὐζωΐαν καὶ ἀκολασίας, ὁ Σουΐδ. συνάπτει, κατασπαθᾶν καὶ κατασπαταλᾶν καὶ σκορπίζειν· ὁ Φώτ. τρυφῶσί τε καὶ κατασπαταλῶσι.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />vivre dans la mollesse.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σπαταλάω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 21:31, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασπᾰτᾰλάω Medium diacritics: κατασπαταλάω Low diacritics: κατασπαταλάω Capitals: ΚΑΤΑΣΠΑΤΑΛΑΩ
Transliteration A: kataspataláō Transliteration B: kataspatalaō Transliteration C: kataspatalao Beta Code: kataspatala/w

English (LSJ)

live wantonly, wanton, LXX Pr.29.21, Am.6.4, Luc. Epigr.50.

German (Pape)

[Seite 1380] = κατασπαθάω, Luc. ep. 7 (XI, 402) u. Sp.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
vivre dans la mollesse.
Étymologie: κατά, σπαταλάω.

Greek (Liddell-Scott)

κατασπᾰτᾰλάω: ζῶ μετὰ σπατάλης, ἀκολάστως καὶ ἀσώτως, καθ’ Ἡσύχ. «κατατρυφῶ, τρυφῶ», Ἀνθολ. Π. 11. 402, Ἑβδ. (Ἀμὼς Ϛ΄, 4)· λίαν σπαταλῶ, καταδαπανῶ εἰς εὐζωΐαν καὶ ἀκολασίας, ὁ Σουΐδ. συνάπτει, κατασπαθᾶν καὶ κατασπαταλᾶν καὶ σκορπίζειν· ὁ Φώτ. τρυφῶσί τε καὶ κατασπαταλῶσι.

Greek Monotonic

κατασπᾰτᾰλάω: ζω με σπατάλη, ακόλαστα και άσωτα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κατασπᾰτᾰλάω: предаваться наслаждениям, проводить жизнь в кутежах Anth.

Middle Liddell


to live wantonly, to wanton, Anth.