κελαινόρρινος: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=κελαινόρ(ρ)ινος, -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει μαύρο [[δέρμα]] («κελαινορρίνου ελέφαντος», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κελαινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥινός]] «[[δέρμα]] ζώων ή ανθρώπων), [[πρβλ]]. [[μελαρρινός]], [[πολύρρινος]]].
|mltxt=κελαινόρ(ρ)ινος, -ον (ΑΜ)<br />αυτός που έχει μαύρο [[δέρμα]] («κελαινορρίνου ελέφαντος», <b>Ευστ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κελαινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥινός]] «[[δέρμα]] ζώων ή ανθρώπων), [[πρβλ]]. [[μελαρρινός]], [[πολύρρινος]]].
}}
{{pape
|ptext=[ῑ], <i>mit [[schwarzer]] Haut</i>; [[θήρ]] Opp. <i>Hal</i>. 5.18; Nonn. <i>D</i>. 15.158.
}}
}}

Revision as of 17:11, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελαινόρρῑνος Medium diacritics: κελαινόρρινος Low diacritics: κελαινόρρινος Capitals: ΚΕΛΑΙΝΟΡΡΙΝΟΣ
Transliteration A: kelainórrinos Transliteration B: kelainorrinos Transliteration C: kelainorrinos Beta Code: kelaino/rrinos

English (LSJ)

ον, with black skin or hide, Opp.H.5.18, Nonn.D.15.158: pl. κελαινόρῑνες S.Fr.29.

Greek (Liddell-Scott)

κελαινόρρῑνος: -ον, ἔχων μέλαν δέρμα, Ὀππ. Ἁλ. 5. 18, Νόνν. Δ. 15. 158·- ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 27 ἔχομεν τὸν κατὰ μεταπλασμὸν πληθυντ. κελαινόρῑνες.

Greek Monolingual

κελαινόρ(ρ)ινος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει μαύρο δέρμα («κελαινορρίνου ελέφαντος», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -ρινος (< ῥινός «δέρμα ζώων ή ανθρώπων), πρβλ. μελαρρινός, πολύρρινος].

German (Pape)

[ῑ], mit schwarzer Haut; θήρ Opp. Hal. 5.18; Nonn. D. 15.158.