κοκκύμηλον: Difference between revisions
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1471.png Seite 1471]] τό ([[Kuckucksapfel]]), [[Pflaume]]; Ath. II, 49 e ff.; Theophr.; vgl. B. A. 103, 23. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1471.png Seite 1471]] τό ([[Kuckucksapfel]]), [[Pflaume]]; Ath. II, 49 e ff.; Theophr.; vgl. B. A. 103, 23. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />prune, <i>fruit</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κόκκυξ]], [[μῆλον]]². | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κοκκύμηλον''': τό, [[μῆλον]] τοῦ κόκκυγος, [[ὄνομα]] τοῦ δαμασκηνοῦ καρποῦ ἢ «δαμασκήνου», Ἀρχίλ. 162, Ἱππῶναξ 47, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 49D, κἑξ.· κ. ἄγρια, ἄγρια δαμάσκηνα, «προῦνα», Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 50Β. Ἀλλὰ κατὰ τὸν Σουΐδ.: «κοκκύμηλα, [[εἶδος]] ὀπωρῶν, τὰ παρ’ ἡμῖν λεγόμενα βερίκοκκα». | |lstext='''κοκκύμηλον''': τό, [[μῆλον]] τοῦ κόκκυγος, [[ὄνομα]] τοῦ δαμασκηνοῦ καρποῦ ἢ «δαμασκήνου», Ἀρχίλ. 162, Ἱππῶναξ 47, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 49D, κἑξ.· κ. ἄγρια, ἄγρια δαμάσκηνα, «προῦνα», Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 50Β. Ἀλλὰ κατὰ τὸν Σουΐδ.: «κοκκύμηλα, [[εἶδος]] ὀπωρῶν, τὰ παρ’ ἡμῖν λεγόμενα βερίκοκκα». | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:30, 1 October 2022
English (LSJ)
τό, plum, Archil.173, Hippon. 81, Alex.272.5, Thphr.HP1.10.10, Gal.6.613.
German (Pape)
[Seite 1471] τό (Kuckucksapfel), Pflaume; Ath. II, 49 e ff.; Theophr.; vgl. B. A. 103, 23.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
prune, fruit.
Étymologie: κόκκυξ, μῆλον².
Greek (Liddell-Scott)
κοκκύμηλον: τό, μῆλον τοῦ κόκκυγος, ὄνομα τοῦ δαμασκηνοῦ καρποῦ ἢ «δαμασκήνου», Ἀρχίλ. 162, Ἱππῶναξ 47, Κωμικ. παρ’ Ἀθην. 49D, κἑξ.· κ. ἄγρια, ἄγρια δαμάσκηνα, «προῦνα», Θεόφρ. παρ’ Ἀθην. 50Β. Ἀλλὰ κατὰ τὸν Σουΐδ.: «κοκκύμηλα, εἶδος ὀπωρῶν, τὰ παρ’ ἡμῖν λεγόμενα βερίκοκκα».
Greek Monolingual
κοκκύμηλον, τὸ (Α)
το δαμάσκηνο («στέφανον εἶχον κοκκυμήλων καὶ μίνθης», Ιππών).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σημασιολογικώς συνδέεται με τη λ. κόκκος, ενώ το -υ- υποδηλώνει παρετυμολογική συσχέτιση της λ. με το κόκκυξ. Στον σχηματισμό του συνθέτου κοκκύμηλον επέδρασε πιθ. το σύνθετο κοδύ-μαλον (βλ. κυδώνι].
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: plum (Archil.)
Derivatives: κοκκυμηλέα f. plum-tree (Arar. Com., Thphr.), -μηλών m. plum-garden (Gloss.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Connection zu κόκκος seems probable given the facts ("Kernobst" Schrader-Nehring Reallex. 2, 182); -υ- would be folk-etymological after κόκκυξ, though there is no further motivation; cf. Strömberg Pflanzennamen 73. Note κοδύ-μαλον (s. κυδώνια). Could be Pre-Greek.
Frisk Etymology German
κοκκύμηλον: {kokkúmēlon}
Grammar: n.
Meaning: Pflaume (seit Archil.)
Derivative: mit κοκκυμηλέα f. Pflaumenbaum (Arar. Kom., Thphr. u. a.), -μηλών m. Pflaumengarten (Gloss.).
Etymology: Beziehung zu κόκκος liegt sachlich nahe ("Kernobst" Schrader-Nehring Reallex. 2, 182); -υ- wäre dann volksetymologisch von κόκκυξ eingedrungen, obwohl eine nähere Begründung fehlt; vgl. indessen Strömberg Pflanzennamen 73. Zu beachten κοδύμαλον (s. κυδώνια).
Page 1,896