κοινοτροφικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1469.png Seite 1469]] ή, όν, zur gemeinschaftlichen Erziehung gehörig, Plat. Polit. 264 b u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1469.png Seite 1469]] ή, όν, zur gemeinschaftlichen Erziehung gehörig, Plat. Polit. 264 b u. öfter.
}}
{{elnl
|elnltext=κοινοτροφικός -όν [κοινός, τρέφω] de gemeenschappelijke opvoeding betreffend:. ἡ κ. ἐπιστήμη de kennis van gezamenlijke opvoeding Plat. Plt. 264d.
}}
{{elru
|elrutext='''κοινοτροφικός:''' [[касающийся общественного]] (вос)питания ([[ἐπιστήμη]] Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοινοτροφικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε [[κοινή]] [[φύση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ή κοινοτροφική</i> (ενν. [[επιστήμη]])<br />[[κοινή]] [[φύση]] ή [[ανατροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> [[τροφικός]], με [[επίδραση]] ενός αμάρτυρου <i>κοινο</i>-<i>τρόφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τροφή]] <span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]])].
|mltxt=[[κοινοτροφικός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε [[κοινή]] [[φύση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ή κοινοτροφική</i> (ενν. [[επιστήμη]])<br />[[κοινή]] [[φύση]] ή [[ανατροφή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> [[τροφικός]], με [[επίδραση]] ενός αμάρτυρου <i>κοινο</i>-<i>τρόφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κοινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>τρόφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τροφή]] <span style="color: red;"><</span> [[τρέφω]])].
}}
{{elru
|elrutext='''κοινοτροφικός:''' [[касающийся общественного]] (вос)питания ([[ἐπιστήμη]] Plat.).
}}
{{elnl
|elnltext=κοινοτροφικός -όν [κοινός, τρέφω] de gemeenschappelijke opvoeding betreffend:. ἡ κ. ἐπιστήμη de kennis van gezamenlijke opvoeding Plat. Plt. 264d.
}}
}}

Revision as of 11:15, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοινοτροφικός Medium diacritics: κοινοτροφικός Low diacritics: κοινοτροφικός Capitals: ΚΟΙΝΟΤΡΟΦΙΚΟΣ
Transliteration A: koinotrophikós Transliteration B: koinotrophikos Transliteration C: koinotrofikos Beta Code: koinotrofiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (τρέφω) of or for group rearing, ἐπιστήμη Pl.Plt.264d, 267d; ἡ -κή (sc. ἐπιστήμη) group rearing, ib.261e, 264b, etc.

German (Pape)

[Seite 1469] ή, όν, zur gemeinschaftlichen Erziehung gehörig, Plat. Polit. 264 b u. öfter.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοινοτροφικός -όν [κοινός, τρέφω] de gemeenschappelijke opvoeding betreffend:. ἡ κ. ἐπιστήμη de kennis van gezamenlijke opvoeding Plat. Plt. 264d.

Russian (Dvoretsky)

κοινοτροφικός: касающийся общественного (вос)питания (ἐπιστήμη Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

κοινοτροφικός: -ή, -όν, (τρέφω) ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κοινὴν φύσιν, ἐπιστήμη Πλάτ. Πολιτικ. 264D, 267D· ἡ -κή (δηλ. ἐπιστήμη), κοινὴ φύσιςἀνατροφή, ὁ αὐτ. 261Ε, 264Β, κτλ.

Greek Monolingual

κοινοτροφικός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε κοινή φύση
2. το θηλ. ως ουσ. ή κοινοτροφική (ενν. επιστήμη)
κοινή φύση ή ανατροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + τροφικός, με επίδραση ενός αμάρτυρου κοινο-τρόφος < κοινός + -τρόφος (< τροφή < τρέφω)].