κοπροξύστης: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koproksystis
|Transliteration C=koproksystis
|Beta Code=koprocu/sths
|Beta Code=koprocu/sths
|Definition=ου, ὁ, [[one who clears out manure]], <span class="bibl"><span class="title">UPZ</span>119.40</span> (ii B. C.).
|Definition=κοπροξύστου, ὁ, [[one who clears out manure]], ''UPZ''119.40 (ii B. C.).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοπροξύστης]], ὁ (ΑM)<br />αυτός που ξύνει και καθαρίζει [[κάτι]] από την [[κοπριά]], αυτός που καθαρίζει τις κοπριές του στάβλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[ξύστης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ξύω</i>), [[πρβλ]]. [[λιθο]]-[[ξύστης]], <i>ουρανο</i>-[[ξύστης]].
|mltxt=[[κοπροξύστης]], ὁ (ΑM)<br />αυτός που ξύνει και καθαρίζει [[κάτι]] από την [[κοπριά]], αυτός που καθαρίζει τις κοπριές του στάβλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόπρος]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[ξύστης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>ξύω</i>), [[πρβλ]]. [[λιθο]]-[[ξύστης]], <i>ουρανο</i>-[[ξύστης]].
}}
}}

Revision as of 11:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπροξύστης Medium diacritics: κοπροξύστης Low diacritics: κοπροξύστης Capitals: ΚΟΠΡΟΞΥΣΤΗΣ
Transliteration A: koproxýstēs Transliteration B: koproxystēs Transliteration C: koproksystis Beta Code: koprocu/sths

English (LSJ)

κοπροξύστου, ὁ, one who clears out manure, UPZ119.40 (ii B. C.).

Greek Monolingual

κοπροξύστης, ὁ (ΑM)
αυτός που ξύνει και καθαρίζει κάτι από την κοπριά, αυτός που καθαρίζει τις κοπριές του στάβλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + -ξύστης (< ξύω), πρβλ. λιθο-ξύστης, ουρανο-ξύστης.