μάννος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0093.png Seite 93]] ὁ, Schol. Theocr. 11, 40, auch [[μάνος]] u. [[μόννος]], vgl. monile, [[μανιάκης]] u. μαννάκιον, Halsband, dor. nach Poll. 5, 99.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0093.png Seite 93]] ὁ, Schol. Theocr. 11, 40, auch [[μάνος]] u. [[μόννος]], vgl. monile, [[μανιάκης]] u. μαννάκιον, Halsband, dor. nach Poll. 5, 99.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />collier.<br />'''Étymologie:''' DELG -.<br /><i><b>Syn.</b></i> δεράγκη, [[δέραιον]], [[ἕρμα]], [[ἴσθμιον]], [[μαλάκιον]], [[μηνίσκος]], [[ὅρμος]], [[περιδέραιον]], [[περιτραχήλιον]], [[πλόκιον]], στρεπτά, [[σφιγγίον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μάννος''': ἢ [[μάνος]], ὁ, Λατ. monile, περιδέραιον, Δωρ. λέξ., Πολυδ. Ε΄, 99· Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 11. 41.
|lstext='''μάννος''': ἢ [[μάνος]], ὁ, Λατ. monile, περιδέραιον, Δωρ. λέξ., Πολυδ. Ε΄, 99· Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 11. 41.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />collier.<br />'''Étymologie:''' DELG -.<br /><i><b>Syn.</b></i> δεράγκη, [[δέραιον]], [[ἕρμα]], [[ἴσθμιον]], [[μαλάκιον]], [[μηνίσκος]], [[ὅρμος]], [[περιδέραιον]], [[περιτραχήλιον]], [[πλόκιον]], στρεπτά, [[σφιγγίον]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:46, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μάννος Medium diacritics: μάννος Low diacritics: μάννος Capitals: ΜΑΝΝΟΣ
Transliteration A: mánnos Transliteration B: mannos Transliteration C: mannos Beta Code: ma/nnos

English (LSJ)

also μόννος, ὁ, necklace, Dor. word, Poll.5.99; μάννος, glossed μανιάκιον, Sch.Theoc.11.41.

German (Pape)

[Seite 93] ὁ, Schol. Theocr. 11, 40, auch μάνος u. μόννος, vgl. monile, μανιάκης u. μαννάκιον, Halsband, dor. nach Poll. 5, 99.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
collier.
Étymologie: DELG -.
Syn. δεράγκη, δέραιον, ἕρμα, ἴσθμιον, μαλάκιον, μηνίσκος, ὅρμος, περιδέραιον, περιτραχήλιον, πλόκιον, στρεπτά, σφιγγίον.

Greek (Liddell-Scott)

μάννος: ἢ μάνος, ὁ, Λατ. monile, περιδέραιον, Δωρ. λέξ., Πολυδ. Ε΄, 99· Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 11. 41.

Greek Monolingual

μάννος και μόννος, ὁ (Α)
(δωρ. τ.) περιδέραιο, περιτραχήλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συντετμημένο τ. της λ. μανιάκης].

Greek Monotonic

μάννος: ὁ, Λατ. monile, κολλάρο.

Middle Liddell

μάννος, ὁ,
Lat. monile, a collar,