μαστιγονόμος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μαστῑγονόμος:''' ὁ [[мастигоном]], [[надсмотрщик с бичом]] Plut. | |elrutext='''μαστῑγονόμος:''' ὁ [[мастигоном]], [[надсмотрщик с бичом]] Plut. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[ῑ], ὁ, nach Poll. 3.145, 153 = [[ῥαβδοῦχος]], <i>ein [[Aufseher]], der eine [[Peitsche]] führt</i>, um [[damit]] zu [[strafen]], Plut. <i>S. N. V</i>. 7. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:08, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, = μαστιγοφόρος, Plu.2.553a.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
inspecteur de police armé d'un fouet.
Étymologie: μάστιξ, νέμω.
Greek Monolingual
μαστιγονόμος, ον (Α)
κατώτερος αστυνομικός υπάλληλος ή κλητήρας εφοδιασμένος με μαστίγιο, ο οποίος είχε ως καθήκον την τήρηση της τάξης στα θέατρα, στους αγώνες και στις δημόσιες συγκεντρώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, -ιγος + νόμος (πρβλ. θαλασσονόμος, σιτονόμος)].
Russian (Dvoretsky)
μαστῑγονόμος: ὁ мастигоном, надсмотрщик с бичом Plut.
German (Pape)
[ῑ], ὁ, nach Poll. 3.145, 153 = ῥαβδοῦχος, ein Aufseher, der eine Peitsche führt, um damit zu strafen, Plut. S. N. V. 7.