μεγαλοκευθής: Difference between revisions
εἰ μέντοι νόμον τελεῖτε βασιλικὸν κατὰ τὴν γραφήν, Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν, καλῶς ποιεῖτε → Now if you're accomplishing the King's Law according to scripture — Thou shalt love thy neighbour as thyself — you're doing the right thing (James 2:8)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=<b>μεγᾰλοκευθής | |sltr=<b>μεγᾰλοκευθής</b> [[with]] [[vast]] [[interior]] μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις (P. 2.33) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:45, 3 September 2022
English (LSJ)
ές, concealing much: capacious, θάλαμοι Pi. P.2.33.
German (Pape)
[Seite 106] ές, viel bergend, geräumig, θάλαμοι, Pind. P. 2, 33.
Greek (Liddell-Scott)
μεγᾰλοκευθής: -ές, ὁ μεγάλα ἢ πολλὰ κρύπτων, περιεκτικός, εὐρύχωρος, θάλαμοι Πινδ. Π. 2. 60.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très profond.
Étymologie: μέγας, κεύθω.
English (Slater)
μεγᾰλοκευθής with vast interior μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις (P. 2.33)
Greek Monolingual
μεγαλοκευθής, -ές (Α)
αυτός που περικλείει πολλά μέσα του («μεγαλοκευθεῑς θάλαμοι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -κευθής (< κεύθος < κεύθω), πρβλ. παγ-κευθής].
Greek Monotonic
μεγᾰλοκευθής: -ές, αυτός που μπορεί να σκεπάσει πολλά, ευρύχωρος, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
μεγᾰλοκευθής: вместительный, просторный (θάλαμοι Pind.).