ματίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ματίζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αυξάνω]] το [[μήκος]] κάποιου πράγματος με [[προσθήκη]] προέκτασης («[[ματίζω]] το ύφασμα για να φτάσει για το [[φόρεμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[συνάπτω]], [[δένω]], [[συνδέω]] τα [[άκρα]] δύο σχοινιών με [[ματισιά]].<br /><b>αρχ.</b><br />[[ματεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἁμματίζω]]. Με την αρχ. [[σημασία]] της η λ. [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[ματεύω]], [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i>].
|mltxt=(Α [[ματίζω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αυξάνω]] το [[μήκος]] κάποιου πράγματος με [[προσθήκη]] προέκτασης («[[ματίζω]] το ύφασμα για να φτάσει για το [[φόρεμα]]»)<br /><b>2.</b> <b>ναυτ.</b> [[συνάπτω]], [[δένω]], [[συνδέω]] τα [[άκρα]] δύο σχοινιών με [[ματισιά]].<br /><b>αρχ.</b><br />[[ματεύω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἁμματίζω]]. Με την αρχ. [[σημασία]] της η λ. [[είναι]] μεταπλασμένος τ. του [[ματεύω]], [[κατά]] τα ρ. σε -<i>ίζω</i>].
}}
{{pape
|ptext== [[ματεύω]], Hesych., [[dubia lectio|l.d.]]
}}
}}

Revision as of 16:34, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰτιζω Medium diacritics: ματίζω Low diacritics: ματίζω Capitals: ΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: matízō Transliteration B: matizō Transliteration C: matizo Beta Code: matizw

English (LSJ)

= ματεύω, in aor. inf. ματίσαι, Hsch. (leg. ματῆσαι).

Greek (Liddell-Scott)

μᾰτίζω: ματεύω, Ἡσύχ. (ἂν μὴ ἀναγνωστέον ματῆσαι, ἐκ τοῦ ματέω).

Greek Monolingual

ματίζω)
νεοελλ.
1. αυξάνω το μήκος κάποιου πράγματος με προσθήκη προέκτασης («ματίζω το ύφασμα για να φτάσει για το φόρεμα»)
2. ναυτ. συνάπτω, δένω, συνδέω τα άκρα δύο σχοινιών με ματισιά.
αρχ.
ματεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμματίζω. Με την αρχ. σημασία της η λ. είναι μεταπλασμένος τ. του ματεύω, κατά τα ρ. σε -ίζω].

German (Pape)

ματεύω, Hesych., l.d.