μελίχλωρος: Difference between revisions

From LSJ

ἤτοι ἐμοὶ τρεῖς μὲν πολὺ φίλταταί εἰσι πόληες Ἄργός τε Σπάρτη τε καὶ εὐρυάγυια Μυκήνη → The three cities I love best are Argos, Sparta, and Mycenae of the broad streets

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0125.png Seite 125]] honiggelb, Arist. physiogn. 6, auch Plat. Rep. V, 474 e richtigere Lesart für [[μελάγχλωρος]], u. Theocr. 10, 27.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0125.png Seite 125]] honiggelb, Arist. physiogn. 6, auch Plat. Rep. V, 474 e richtigere Lesart für [[μελάγχλωρος]], u. Theocr. 10, 27.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />jaune comme le miel.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[χλωρός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μελίχλωρος''': -ον, ὁ ἔχων μέλιτος χροιάν, ἢ [[ἴσως]] μόνον [[λέξις]] ἠπιωτέρα ἀντὶ τοῦ [[χλωρός]], Πλάτ. Πολ. 474Ε, Θεόκρ. 10. 27, Νικ. Θηρ. 797.
|lstext='''μελίχλωρος''': -ον, ὁ ἔχων μέλιτος χροιάν, ἢ [[ἴσως]] μόνον [[λέξις]] ἠπιωτέρα ἀντὶ τοῦ [[χλωρός]], Πλάτ. Πολ. 474Ε, Θεόκρ. 10. 27, Νικ. Θηρ. 797.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />jaune comme le miel.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[χλωρός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:37, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελίχλωρος Medium diacritics: μελίχλωρος Low diacritics: μελίχλωρος Capitals: ΜΕΛΙΧΛΩΡΟΣ
Transliteration A: melíchlōros Transliteration B: melichlōros Transliteration C: melichloros Beta Code: meli/xlwros

English (LSJ)

ον, honey-yellow, olive-complexioned, Pl.R.474e, Arist.Phgn.812a19, Theoc. 10.27, Nic.Th.797; μ. ἦν ὁ Πάτροκλος Philostr.Her.19.9.

German (Pape)

[Seite 125] honiggelb, Arist. physiogn. 6, auch Plat. Rep. V, 474 e richtigere Lesart für μελάγχλωρος, u. Theocr. 10, 27.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
jaune comme le miel.
Étymologie: μέλι, χλωρός.

Greek (Liddell-Scott)

μελίχλωρος: -ον, ὁ ἔχων μέλιτος χροιάν, ἢ ἴσως μόνον λέξις ἠπιωτέρα ἀντὶ τοῦ χλωρός, Πλάτ. Πολ. 474Ε, Θεόκρ. 10. 27, Νικ. Θηρ. 797.

Greek Monolingual

μελίχλωρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει το χρώμα του μελιού, κίτρινος, χλομός
2. φρ. «μελίχλωρος λίθος» — είδος πολύτιμου λίθου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + χλωρός (πρβλ. μιξόχλωρος, υπόχλωρος].

Greek Monotonic

μελίχλωρος: -ον, αυτός που έχει το ωχρό χρώμα του μελιού, χλωμός, σε Πλάτ., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

μελίχλωρος: желтый как мед Plat., Theocr.

Middle Liddell

μελί-χλωρος, ον
honey-pale, Plat., Theocr.