μελανόθριξ: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0119.png Seite 119]] τριχος, schwarzhaarig, Hippocr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0119.png Seite 119]] τριχος, schwarzhaarig, Hippocr.
}}
{{elru
|elrutext='''μελᾰνόθριξ:''' τρῐχος adj. Arst. = [[μελάνθριξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η (ΑM [[μελανόθριξ]] και [[μελάνθριξ]], -τριχος)<br />αυτός που έχει μαύρες [[τρίχες]], [[μαυρομάλλης]] («νέοι... [[ἰθύτριχες]], μελανότριχες», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[θριξ]], <i>τριχός</i> ([[πρβλ]]. [[λευκό]]-[[θριξ]])].
|mltxt=ο, η (ΑM [[μελανόθριξ]] και [[μελάνθριξ]], -τριχος)<br />αυτός που έχει μαύρες [[τρίχες]], [[μαυρομάλλης]] («νέοι... [[ἰθύτριχες]], μελανότριχες», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[θριξ]], <i>τριχός</i> ([[πρβλ]]. [[λευκό]]-[[θριξ]])].
}}
{{elru
|elrutext='''μελᾰνόθριξ:''' τρῐχος adj. Arst. = [[μελάνθριξ]].
}}
}}

Revision as of 14:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνοθριξ Medium diacritics: μελανόθριξ Low diacritics: μελανόθριξ Capitals: ΜΕΛΑΝΟΘΡΙΞ
Transliteration A: melanóthrix Transliteration B: melanothrix Transliteration C: melanothriks Beta Code: melano/qric

English (LSJ)

τρῐχος, ὁ, ἡ, black-haired, Hp.Epid.1.19, Arist.GA786a25.[accentuation edited HD]

German (Pape)

[Seite 119] τριχος, schwarzhaarig, Hippocr.

Russian (Dvoretsky)

μελᾰνόθριξ: τρῐχος adj. Arst. = μελάνθριξ.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μελαίνας τρίχας, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 955, Ἀριστ., κτλ.

Greek Monolingual

ο, η (ΑM μελανόθριξ και μελάνθριξ, -τριχος)
αυτός που έχει μαύρες τρίχες, μαυρομάλλης («νέοι... ἰθύτριχες, μελανότριχες», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + θριξ, τριχός (πρβλ. λευκό-θριξ)].