μενοινή: Difference between revisions

From LSJ

Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn

Menander, Monostichoi, 337
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0133.png Seite 133]] ἡ ([[μένος]], [[μενοινάω]]), heftiger Trieb, Verlangen, Bestreben, Suid. erklärt [[προθυμία]]; nur sp. D.; οὐ σύ γε τήνδε μενοινὴν σχήσεις An. Rh. 1, 894, vgl. 700; ὅλην μενοινὴν εἴς τινα τρέπειν Ep. ad. 494 (Plan. 302); μενοινὴν σοφὴν Ἐπικτήτοιο [[τελέω]] Ep. ad. 575 (IX, 208); Christod. Ecphr. 172.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0133.png Seite 133]] ἡ ([[μένος]], [[μενοινάω]]), heftiger Trieb, Verlangen, Bestreben, Suid. erklärt [[προθυμία]]; nur sp. D.; οὐ σύ γε τήνδε μενοινὴν σχήσεις An. Rh. 1, 894, vgl. 700; ὅλην μενοινὴν εἴς τινα τρέπειν Ep. ad. 494 (Plan. 302); μενοινὴν σοφὴν Ἐπικτήτοιο [[τελέω]] Ep. ad. 575 (IX, 208); Christod. Ecphr. 172.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />pensée, désir.<br />'''Étymologie:''' [[μένος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μενοινή''': ἡ, [[ἔνθερμος]] ἐπιθυμία, Καλλ. εἰς Δία 90, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 894, Ἀνθ. Π. 41. 350.
|lstext='''μενοινή''': ἡ, [[ἔνθερμος]] ἐπιθυμία, Καλλ. εἰς Δία 90, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 894, Ἀνθ. Π. 41. 350.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />pensée, désir.<br />'''Étymologie:''' [[μένος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:30, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μενοινή Medium diacritics: μενοινή Low diacritics: μενοινή Capitals: ΜΕΝΟΙΝΗ
Transliteration A: menoinḗ Transliteration B: menoinē Transliteration C: menoini Beta Code: menoinh/

English (LSJ)

ἡ, eager desire, Call.Jou.90, A.R.1.894, AP11.350 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 133] ἡ (μένος, μενοινάω), heftiger Trieb, Verlangen, Bestreben, Suid. erklärt προθυμία; nur sp. D.; οὐ σύ γε τήνδε μενοινὴν σχήσεις An. Rh. 1, 894, vgl. 700; ὅλην μενοινὴν εἴς τινα τρέπειν Ep. ad. 494 (Plan. 302); μενοινὴν σοφὴν Ἐπικτήτοιο τελέω Ep. ad. 575 (IX, 208); Christod. Ecphr. 172.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
pensée, désir.
Étymologie: μένος.

Greek (Liddell-Scott)

μενοινή: ἡ, ἔνθερμος ἐπιθυμία, Καλλ. εἰς Δία 90, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 894, Ἀνθ. Π. 41. 350.

Greek Monolingual

μενοινή, ἡ (Α)
έντονη, θερμή επιθυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ρ. μενοινῶ «επιθυμώ σφοδρά, επιζητώ»].

Greek Monotonic

μενοινή: ἡ, σφοδρή επιθυμία, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μενοινή:желание, стремление Anth.

Middle Liddell

μενοινή, ἡ,
eager desire, Anth. [from μένος