μηλοπάρειος: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=milopareios
|Transliteration C=milopareios
|Beta Code=mhlopa/reios
|Beta Code=mhlopa/reios
|Definition=[ᾰ], Aeol. μᾱλοπάραυος, ον, [[apple-cheeked]], <span class="bibl">Theoc. 26.1</span>.
|Definition=[ᾰ], Aeol. μᾱλοπάραυος, ον, [[apple-cheeked]], Theoc. 26.1.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 12:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλοπάρειος Medium diacritics: μηλοπάρειος Low diacritics: μηλοπάρειος Capitals: ΜΗΛΟΠΑΡΕΙΟΣ
Transliteration A: mēlopáreios Transliteration B: mēlopareios Transliteration C: milopareios Beta Code: mhlopa/reios

English (LSJ)

[ᾰ], Aeol. μᾱλοπάραυος, ον, apple-cheeked, Theoc. 26.1.

German (Pape)

[Seite 173] apselwangig, d. i. roth- oder rundwangig, bei Theocr. 26, 1 in dor. Form μαλοπάρῃος; Eust. 691, 52 erkl. ἁπαλοπάρῃος.

Greek Monolingual

μηλοπάρειος, δωρ. τ. μαλοπάραυος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει μάγουλα κόκκινα σαν το μήλομαλοπάραυος Ἀγαύη», Θεόκρ.)
2. (κατά τον Ευστάθ.) «ἁπαλοπάρῃος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + -πάρειος και -πάραυος (< παρειαί και αιολ. τ. παραῦαι «μάγουλα»), πρβλ. λευκοπάρειος, χαλκοπάρειος].

Greek Monotonic

μηλοπάρειος: [ᾰ], Αιολ. μᾱλοπάραυος, -ον, αυτός που τα μάγουλά του μοιάζουν με μήλα, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

μηλοπάρειος: дор. μᾱλο-πάρῃος 2 (πᾰ) со щеками как яблоки, румяноланитный (Theocr. - v.l. μαλοπάραυος).