μυξώδης: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0218.png Seite 218]] ες, schleim-, rotzartig, voll Schleim, schleimig, Hippocr. u. a. Medic.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0218.png Seite 218]] ες, schleim-, rotzartig, voll Schleim, schleimig, Hippocr. u. a. Medic.
}}
{{elru
|elrutext='''μυξώδης:''' [[похожий на слизь]], [[слизистый]] ([[ὑγρότης]] Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (ΑΜ [[μυξώδης]], -ῶδες) [[μύξα]]<br />αυτός που μοιάζει με [[μύξα]], βλεννοειδής, [[γλοιώδης]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) αυτός που αποτελείται από [[μύξα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει άφθονη [[μύξα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κουτός]], [[βλάκας]], [[ηλίθιος]] («βλεκέμυξος, [[βλακώδης]], [[μυξώδης]]», <b>Ησύχ.</b>).
|mltxt=-ες (ΑΜ [[μυξώδης]], -ῶδες) [[μύξα]]<br />αυτός που μοιάζει με [[μύξα]], βλεννοειδής, [[γλοιώδης]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) αυτός που αποτελείται από [[μύξα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει άφθονη [[μύξα]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κουτός]], [[βλάκας]], [[ηλίθιος]] («βλεκέμυξος, [[βλακώδης]], [[μυξώδης]]», <b>Ησύχ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''μυξώδης:''' [[похожий на слизь]], [[слизистый]] ([[ὑγρότης]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 14:43, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μυξώδης Medium diacritics: μυξώδης Low diacritics: μυξώδης Capitals: ΜΥΞΩΔΗΣ
Transliteration A: myxṓdēs Transliteration B: myxōdēs Transliteration C: myksodis Beta Code: mucw/dhs

English (LSJ)

ες, like mucus, abounding in it, Hp.Art.40, cf. 8 (Comp.); δεσμὸς μ. a pulpy band of connection, ib.45; μ. ὑγρότητες, γλισχρότης, Arist.GA761b33, HA517b28; μ. ὑγρασία Thphr.HP3.13.2; μ. ῥίζαι, σάρξ, Dsc.3.17, Gal.1.579.

German (Pape)

[Seite 218] ες, schleim-, rotzartig, voll Schleim, schleimig, Hippocr. u. a. Medic.

Russian (Dvoretsky)

μυξώδης: похожий на слизь, слизистый (ὑγρότης Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

μυξώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς μύξαν, ἔχων ἄφθονον μύξαν, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 785· δεσμὸς μ., γλοιώδης, αὐτόθι 809· μ. ὑγρότης, γλισχρότης Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 5, 6., 3. 11, 2.

Greek Monolingual

-ες (ΑΜ μυξώδης, -ῶδες) μύξα
αυτός που μοιάζει με μύξα, βλεννοειδής, γλοιώδης
(νεοελλ.-μσν.) αυτός που αποτελείται από μύξα
αρχ.
1. αυτός που έχει άφθονη μύξα
2. μτφ. κουτός, βλάκας, ηλίθιος («βλεκέμυξος, βλακώδης, μυξώδης», Ησύχ.).