μυστίλη: Difference between revisions
Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=musti/lh | |Beta Code=musti/lh | ||
|Definition=ἡ, [[piece of bread scooped out as a spoon]], to sup soup or gravy with, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>1168</span>, <span class="bibl">Pherecr.108.5</span>, <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span>1.4</span>, <span class="bibl">Ath.3.126a</span>, <span class="bibl">Poll.6.87</span>.—The forms [[μιστύλη]] or [[μιστύλλη]] and [[μιστυλλάομαι]], which occur in codd., are no doubt due to confusion with [[μιστύλλω]]. | |Definition=ἡ, [[piece of bread scooped out as a spoon]], to sup soup or gravy with, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>1168</span>, <span class="bibl">Pherecr.108.5</span>, <span class="bibl">Aret.<span class="title">CA</span>1.4</span>, <span class="bibl">Ath.3.126a</span>, <span class="bibl">Poll.6.87</span>.—The forms [[μιστύλη]] or [[μιστύλλη]] and [[μιστυλλάομαι]], which occur in codd., are no doubt due to confusion with [[μιστύλλω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης (ἡ) :<br />morceau de pain creusé en cuiller pour manger la soupe, <i>ou en gén.</i> pour puiser dans un plat.<br />'''Étymologie:''' DELG ? | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μυστίλη''': [ῑ], ἡ, ὡς τὸ [[μύστρον]], [[κοῖλος]] [[ψωμός]], [[τεμάχιον]] ἄρτου, κεκοιλωμένον ὡς [[κοχλιάριον]], δι’ οὗ ἤσθιον τοὺς ζωμούς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1168, Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 5, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4, Ἀθήν. 126Α, Πολυδ. ϛʹ, 87· - ὑποκορ. μυστιλάριον, τό, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Οἱ τύποι μιστύλη ἢ μιστύλλη καὶ μιστυλλάομαι [[καθόλου]] ἀπαντῶσιν ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. βεβαίως ἐκ συγχύσεως πρὸς τὸ [[μιστύλλω]]· ἀλλὰ τοὺς ἄλλους τύπους ἀποδέχονται οἱ ἄριστοι τῶν γραμματικῶν, ἴδε Brunck εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 627. | |lstext='''μυστίλη''': [ῑ], ἡ, ὡς τὸ [[μύστρον]], [[κοῖλος]] [[ψωμός]], [[τεμάχιον]] ἄρτου, κεκοιλωμένον ὡς [[κοχλιάριον]], δι’ οὗ ἤσθιον τοὺς ζωμούς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1168, Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 5, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4, Ἀθήν. 126Α, Πολυδ. ϛʹ, 87· - ὑποκορ. μυστιλάριον, τό, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Οἱ τύποι μιστύλη ἢ μιστύλλη καὶ μιστυλλάομαι [[καθόλου]] ἀπαντῶσιν ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. βεβαίως ἐκ συγχύσεως πρὸς τὸ [[μιστύλλω]]· ἀλλὰ τοὺς ἄλλους τύπους ἀποδέχονται οἱ ἄριστοι τῶν γραμματικῶν, ἴδε Brunck εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 627. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:22, 1 October 2022
English (LSJ)
ἡ, piece of bread scooped out as a spoon, to sup soup or gravy with, Ar.Eq.1168, Pherecr.108.5, Aret.CA1.4, Ath.3.126a, Poll.6.87.—The forms μιστύλη or μιστύλλη and μιστυλλάομαι, which occur in codd., are no doubt due to confusion with μιστύλλω.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
morceau de pain creusé en cuiller pour manger la soupe, ou en gén. pour puiser dans un plat.
Étymologie: DELG ?
Greek (Liddell-Scott)
μυστίλη: [ῑ], ἡ, ὡς τὸ μύστρον, κοῖλος ψωμός, τεμάχιον ἄρτου, κεκοιλωμένον ὡς κοχλιάριον, δι’ οὗ ἤσθιον τοὺς ζωμούς, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1168, Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσι» 1. 5, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 4, Ἀθήν. 126Α, Πολυδ. ϛʹ, 87· - ὑποκορ. μυστιλάριον, τό, Πολυδ. ἔνθ’ ἀνωτ. - Οἱ τύποι μιστύλη ἢ μιστύλλη καὶ μιστυλλάομαι καθόλου ἀπαντῶσιν ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. βεβαίως ἐκ συγχύσεως πρὸς τὸ μιστύλλω· ἀλλὰ τοὺς ἄλλους τύπους ἀποδέχονται οἱ ἄριστοι τῶν γραμματικῶν, ἴδε Brunck εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 627.
Greek Monolingual
μυστίλη, ἡ (Α)
τεμάχιο άρτου, κόρα ψωμιού, στο οποίο έδιναν σχήμα κουταλιού και με το οποίο έτρωγαν τους ζωμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. μυστίλη, που είναι αρχαιότερος από τον τ. μύστρον, έχει επίθημα -ίλη (πρβλ. ζωμ-ίλη, στροβ-ίλη) και φαίνεται ότι παράγεται από ένα αμάρτυρο ουσιαστικό μυστον, -ος. Ο τ. μύστρον είναι υστερογενής, σχηματισμένος με επίθημα -τρον, που χαρακτηρίζει ονόματα οργάνων (πρβλ. λύ-τρον, φίμω-τρον). Η άποψη ότι το θέμα τών τ. συνδέεται με το ρ. μύζω (Ι) «ρουφώ» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, καθώς δεν μπορεί να αιτιολογηθεί το -στ- του μυστ-ίλη. Η σύνδεση, τέλος, τών τ. με τις λ. μύσταξ και μάσταξ δεν θεωρείται πιθανή].
Greek Monotonic
μυστίλη: [ῑ], ἡ, κομμάτι ψωμιού που χρησιμοποιείτο για να τρώγονται μ' αυτό η σούπα ή ο ζωμός, σε Αριστοφ. (άγν. προέλ.).
Middle Liddell
μυστῑ́λη, ἡ,
a piece of bread used to sup up soup or gravy with, Ar. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
μυστίλη: {mustí̄lē}
Grammar: f.
Meaning: Stück Brot, zu einem Löffel ausgehöhlt (Kom. Ath., Aret., Poll.)
Derivative: mit dem Demin. μυστιλάριον (Poll.) und dem Denom. μυστιλάομαι [[mit einer μυστίλη Suppe ausschlürfen]] (Ar.). — Daneben μύστρον n. (-ος m. Poll., Hero Mech.) ds (Nik.Fr.68,8 = Ath.3,126b), ‘Löffel, bes. als Maß od. Dosis' (Mediz., Pap. u.a.), μυστροθήκη f. Löffeletui (Pap.); Demin. μυστρίον (Mediz. u.a.).
Etymology: Zu μυστίλη vgl. ζωμί̄λη, στροβί̄λη, μαρί̄λη, πέδ-ιλον usw. (Chantraine Form. 249); man wird somit ein nominales Grundwort, etwa *μύστον, -ος (Bed.?), anzunehmen haben. Die zahlreichen Nomina instr. auf -τρον sind dagegen fast ausnahmslos primär. — Eine überzeugende Erklärung fehlt. Chantraine a.a.O. erinnert an μύσταξ, μάσταξ; man könnte eher an μύζω saugen ("Gerät zum Saugen, Schlürfen") denken. — Die Schreibung μιστύλ(λ)η, -άομαι ist durch Vermischung mit μιστύλλω (s.d.) verursacht.
Page 2,278