μῆον: Difference between revisions

From LSJ

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "εῑον" to "εῖον")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και μέον, το (Α [[μῆον]] και μεῑον)<br /><b>βοτ.</b> ποώδες αρωματικό [[φυτό]] της οικογένειας τών σκιαδανθών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. πιθ. συνδέεται με τη [[ρίζα]] <i>mei</i>- της λ. [[μείων]] ή, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], με ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ē</i><i>i</i>- «[[μαλακός]], [[χαριτωμένος]], [[τρυφερός]]»].
|mltxt=και μέον, το (Α [[μῆον]] και μεῖον)<br /><b>βοτ.</b> ποώδες αρωματικό [[φυτό]] της οικογένειας τών σκιαδανθών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. πιθ. συνδέεται με τη [[ρίζα]] <i>mei</i>- της λ. [[μείων]] ή, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], με ΙΕ [[ρίζα]] <i>m</i><i>ē</i><i>i</i>- «[[μαλακός]], [[χαριτωμένος]], [[τρυφερός]]»].
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 10:22, 24 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῆον Medium diacritics: μῆον Low diacritics: μήον Capitals: ΜΗΟΝ
Transliteration A: mē̂on Transliteration B: mēon Transliteration C: mion Beta Code: mh=on

English (LSJ)

ου, τό, bald money, spignel, Meum athamanticum, Dsc.1.3, Plin.HN20.253; μ. Κρητικόν Zopyr. ap. Gal.14.150, cf. μεῖον (C).

German (Pape)

[Seite 175] τό, ein doldentragendes Kraut, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

μῆον: -ου, τό, φυτόν τι εὐῶδες, Meum Athamanticum, Διοσκ. 1. 3.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sorte d'athamante, plante ombellifère.
Étymologie: DELG -.

Greek Monolingual

και μέον, το (Α μῆον και μεῖον)
βοτ. ποώδες αρωματικό φυτό της οικογένειας τών σκιαδανθών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. συνδέεται με τη ρίζα mei- της λ. μείων ή, κατ' άλλη άποψη, με ΙΕ ρίζα mēi- «μαλακός, χαριτωμένος, τρυφερός»].

Frisk Etymological English

Grammatical information: n.
Meaning: name of an Umbellate, bald money, spignel, Meum. athamanticum (Dsc., Plin.).
Other forms: (v.l. μεῖον)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Carnoy REGr. 71, 96 connects mei- être rafraîchissant (= WP. 8. mei- [2, 244], Pok. 7. mēi- [711]). Hardly convincing. Fur. 235 n. 35 suggests comparing μαῖον Trifolium arvense. ?

Frisk Etymology German

μῆον: {mē̃on}
Forms: (v.l. μεῖον)
Grammar: n.
Meaning: N. einer Umbellatenart, ‘Bärwurz, Meum. athamanticum’ (Dsk., Plin. u. a.).
Etymology: Nach Carnoy REGr. 71, 96 zu mei- être rafraîchissant (= WP. 8. mei- [2, 244], Pok. 7. mēi- [711]). Überzeugend?
Page 2,230