νυκτιχόρευτος: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νυκτιχόρευτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ανήκει σε νυχτερινούς χορούς («[[λαμπάδα]] νυκτιχόρευτον», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> [[χορεύω]]. | |mltxt=[[νυκτιχόρευτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ανήκει σε νυχτερινούς χορούς («[[λαμπάδα]] νυκτιχόρευτον», <b>Νόνν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νυκτι</i>- (<b>βλ.</b> ετυμολ. λ. [[νύχτα]]) <span style="color: red;">+</span> [[χορεύω]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>mit nächtlichem [[Reigen]]</i>, Nonn. <i>D</i>. 9.118 und [[öfter]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:11, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, belonging to nightly dances, Nonn.D.12.391.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτῐχόρευτος: -ον, ὁ ἀνήκων εἰς νυκτερινοὺς χορούς, Νόνν. Δ. 12. 391.
Greek Monolingual
νυκτιχόρευτος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει σε νυχτερινούς χορούς («λαμπάδα νυκτιχόρευτον», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νυκτι- (βλ. ετυμολ. λ. νύχτα) + χορεύω.