νηχαλέος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νηχαλέος]], -α, -ον (Α)<br />αυτός που κολυμπά, που πλέει, ο [[νηκτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νήχω]] / [[νήχομαι]] «[[κολυμπώ]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλέος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γηρ</i>-<i>αλέος</i>, <i>νηφ</i>-<i>αλέος</i>)].
|mltxt=[[νηχαλέος]], -α, -ον (Α)<br />αυτός που κολυμπά, που πλέει, ο [[νηκτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νήχω]] / [[νήχομαι]] «[[κολυμπώ]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>αλέος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γηρ</i>-<i>αλέος</i>, <i>νηφ</i>-<i>αλέος</i>)].
}}
{{pape
|ptext=<i>[[schwimmend]]</i>, von [[νήχω]], Xenocrat.
}}
}}

Revision as of 16:42, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηχᾰλέος Medium diacritics: νηχαλέος Low diacritics: νηχαλέος Capitals: ΝΗΧΑΛΕΟΣ
Transliteration A: nēchaléos Transliteration B: nēchaleos Transliteration C: nichaleos Beta Code: nhxale/os

English (LSJ)

α, ον, = νηκτός, φύσις Xenocr. ap. Orib.2.58.1, cf.12.

Greek (Liddell-Scott)

νηχᾰλέος: -α, -ον, ὁ νηχόμενος, κολυμβῶν, Ξενοκρ. Ἐνύδρ. 1.

Greek Monolingual

νηχαλέος, -α, -ον (Α)
αυτός που κολυμπά, που πλέει, ο νηκτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήχω / νήχομαι «κολυμπώ» + επίθημα -αλέος (πρβλ. γηρ-αλέος, νηφ-αλέος)].

German (Pape)

schwimmend, von νήχω, Xenocrat.