νηματώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=nhmatw/dhs
|Beta Code=nhmatw/dhs
|Definition=ες, [[fibrous]], [[in filaments]], Plu.2.434a.
|Definition=ες, [[fibrous]], [[in filaments]], Plu.2.434a.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />semblable à des fils.<br />'''Étymologie:''' [[νῆμα]], -ωδης.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νημᾰτώδης''': -ες, [[ὅμοιος]], νήματι, μηρύματα λίθων μαλακὰ νηματώδη Πλούτ. 2. 434Α.
|lstext='''νημᾰτώδης''': -ες, [[ὅμοιος]], νήματι, μηρύματα λίθων μαλακὰ νηματώδη Πλούτ. 2. 434Α.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />semblable à des fils.<br />'''Étymologie:''' [[νῆμα]], -ωδης.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νημᾰτώδης Medium diacritics: νηματώδης Low diacritics: νηματώδης Capitals: ΝΗΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: nēmatṓdēs Transliteration B: nēmatōdēs Transliteration C: nimatodis Beta Code: nhmatw/dhs

English (LSJ)

ες, fibrous, in filaments, Plu.2.434a.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
semblable à des fils.
Étymologie: νῆμα, -ωδης.

Greek (Liddell-Scott)

νημᾰτώδης: -ες, ὅμοιος, νήματι, μηρύματα λίθων μαλακὰ νηματώδη Πλούτ. 2. 434Α.

Greek Monolingual

-ώδες (Α νηματώδης, -ῶδες) νήμα
1. αυτός που αποτελείται από νήματα ή που χωρίζεται σε νήματα («νηματώδεις ἱστοὶ φυτοῦ», Πλούτ.)
2. αυτός που μοιάζει με νήμα («νηματώδες νεύρο»)
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νηματώδεις
ζωολ. φύλο ή ομοταξία τών νημαθελμίνθων.

Russian (Dvoretsky)

νημᾰτώδης: нитевидный (μηρύματα Plut.).