καταπτήσσω: Difference between revisions

From LSJ

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
m (Text replacement - "cf. <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "cf. $1")
(6_13a)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=katapth/ssw
|Beta Code=katapth/ssw
|Definition=fut. <b class="b3">-πτήξω</b> (v. infr.): 3dual Ep. aor. 2 <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> καταπτήτην <span class="bibl">Il.8.136</span>: poet. aor. part. καταπτᾰκών <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>252</span> (cf. [[καταπλακών]]): pf. κατέπτηκα <span class="bibl">LXX<span class="title">Jo.</span>2.24</span> (v.l. [[-έπτηχε]]), Did.<b class="b2">in D</b>.<span class="bibl">11.25</span>, <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>24.309b</span>, or κατέπτηχα <span class="bibl">D.4.8</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>25</span>, Gal.5.510; Ep. part. <b class="b3">καταπεπτηώς</b> (v. infr.):—<b class="b2">crouch, cower</b>, esp. from fear, καταπτήτην ὑπ' ὄχεσφι <span class="bibl">Il.8.136</span>; καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ <span class="bibl">22.191</span>; κατὰ δ' ἔπτηξαν ποτὶ γαίῃ <span class="bibl">Od.8.190</span>; λιμῷ καταπεπτηυῖα <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>265</span>: also in Prose, <b class="b3">κατέπτηχε μέντοι ταῦτα πάντα νῦν</b> D.l.c., cf. <span class="bibl">D.H.7.50</span>; ταπεινοὶ -πτήξετε πρὸς τὸ μέλλον <span class="bibl">Plu.<span class="title">Aem.</span>27</span>; διὰ τὸ μέγεθος <span class="bibl">Id.<span class="title">Sull.</span>7</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> c. acc., <b class="b2">cower beneath</b>, ἐξουσίαν <span class="bibl">D.H.11.18</span>; τὸ θεοῦ κράτος <span class="bibl">Ph.1.677</span>, cf. <span class="bibl">322</span>, <span class="bibl">2.600</span>; of a breach in a wall, ἀπειλουμένην ὅσον οὔπω κατεπτηχέναι τὴν ἐπίκλυσιν <span class="bibl">Hld.9.5</span>.</span>
|Definition=fut. <b class="b3">-πτήξω</b> (v. infr.): 3dual Ep. aor. 2 <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> καταπτήτην <span class="bibl">Il.8.136</span>: poet. aor. part. καταπτᾰκών <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>252</span> (cf. [[καταπλακών]]): pf. κατέπτηκα <span class="bibl">LXX<span class="title">Jo.</span>2.24</span> (v.l. [[-έπτηχε]]), Did.<b class="b2">in D</b>.<span class="bibl">11.25</span>, <span class="bibl">Them.<span class="title">Or.</span>24.309b</span>, or κατέπτηχα <span class="bibl">D.4.8</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>25</span>, Gal.5.510; Ep. part. <b class="b3">καταπεπτηώς</b> (v. infr.):—<b class="b2">crouch, cower</b>, esp. from fear, καταπτήτην ὑπ' ὄχεσφι <span class="bibl">Il.8.136</span>; καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ <span class="bibl">22.191</span>; κατὰ δ' ἔπτηξαν ποτὶ γαίῃ <span class="bibl">Od.8.190</span>; λιμῷ καταπεπτηυῖα <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>265</span>: also in Prose, <b class="b3">κατέπτηχε μέντοι ταῦτα πάντα νῦν</b> D.l.c., cf. <span class="bibl">D.H.7.50</span>; ταπεινοὶ -πτήξετε πρὸς τὸ μέλλον <span class="bibl">Plu.<span class="title">Aem.</span>27</span>; διὰ τὸ μέγεθος <span class="bibl">Id.<span class="title">Sull.</span>7</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> c. acc., <b class="b2">cower beneath</b>, ἐξουσίαν <span class="bibl">D.H.11.18</span>; τὸ θεοῦ κράτος <span class="bibl">Ph.1.677</span>, cf. <span class="bibl">322</span>, <span class="bibl">2.600</span>; of a breach in a wall, ἀπειλουμένην ὅσον οὔπω κατεπτηχέναι τὴν ἐπίκλυσιν <span class="bibl">Hld.9.5</span>.</span>
}}
{{ls
|lstext='''καταπτήσσω''': μέλλ. -πτήξω∙ γ’ δυϊκ. ἐπ. ἀορ. βʹ καταπτήτην Ἰλ. Θ. 136∙ ποιητ. μτοχ. καταπτᾰκὼν ἀπαντᾷ [[ὡσαύτως]] ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 252˙ (πρβλ. [[καταπλακών]])˙ πρκμ. κατέπτηκα Θεμίστ. 309Β, ἢ κατέπτηχα, ἴδε κατωτ.˙ ἐπ. μετοχ. καταπεπτηώς, ἴδε κατωτ.˙ (ἴδε πτήσω)˙ «ζαρώνω», [[κάθημαι]] «ζαρωμένος», μαζευμένος ἔνεκα φόβου, καταπτήτην ὑπ’ [[ὄχεσφι]] Ἰλ. Θ. 136˙ καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ Χ. 191˙ κατά δ’ ἔπτηξαν [[ποτὶ]] γαίῃ Ὀδ. Θ. 190˙ λιμῷ [[καταπεπτηυῖα]] Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 295, (πρβλ. [[προσπτήσσω]], [[ὑποπτήσσω]])˙ [[ὡσαύτως]] παρὰ πεζοῖς, κατέπτηχε μέντοι [[ταῦτα]] πάντα νῦν Δημ. 42. 22˙ γυναῖκας περιφόβους κατεπτηχυίας Ἀντιφ.˙ δεδοικόσι τὴν ἰσχὺν [[αὐτοῦ]] καὶ κατεπτηχόσιν ἡμῖν Διον. Ἁλ. 7. 50˙ ταπεινοὶ καταπτήξετε Πλουτ. Αἰμίλ 27, πρβλ. Περικλ. 25∙ κατεπτηχὸς τὸ [[ὑπήκοον]] καὶ ὑπὸ φόβου δεδουλωμένον Ἀριστειδ. Α. σ. 62, 6˙ μετ’ αἰτ., ἔκφρονας γενέσθαι πάντας καὶ καταπτῆξαι τὸ [[μέγεθος]] ὁ αὐτ. ἐν Συλλ. 7.
}}
}}

Revision as of 09:59, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπτήσσω Medium diacritics: καταπτήσσω Low diacritics: καταπτήσσω Capitals: ΚΑΤΑΠΤΗΣΣΩ
Transliteration A: kataptḗssō Transliteration B: kataptēssō Transliteration C: kataptisso Beta Code: katapth/ssw

English (LSJ)

fut. -πτήξω (v. infr.): 3dual Ep. aor. 2

   A καταπτήτην Il.8.136: poet. aor. part. καταπτᾰκών A.Eu.252 (cf. καταπλακών): pf. κατέπτηκα LXXJo.2.24 (v.l. -έπτηχε), Did.in D.11.25, Them.Or.24.309b, or κατέπτηχα D.4.8, Plu.Per.25, Gal.5.510; Ep. part. καταπεπτηώς (v. infr.):—crouch, cower, esp. from fear, καταπτήτην ὑπ' ὄχεσφι Il.8.136; καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ 22.191; κατὰ δ' ἔπτηξαν ποτὶ γαίῃ Od.8.190; λιμῷ καταπεπτηυῖα Hes.Sc.265: also in Prose, κατέπτηχε μέντοι ταῦτα πάντα νῦν D.l.c., cf. D.H.7.50; ταπεινοὶ -πτήξετε πρὸς τὸ μέλλον Plu.Aem.27; διὰ τὸ μέγεθος Id.Sull.7.    2 c. acc., cower beneath, ἐξουσίαν D.H.11.18; τὸ θεοῦ κράτος Ph.1.677, cf. 322, 2.600; of a breach in a wall, ἀπειλουμένην ὅσον οὔπω κατεπτηχέναι τὴν ἐπίκλυσιν Hld.9.5.

Greek (Liddell-Scott)

καταπτήσσω: μέλλ. -πτήξω∙ γ’ δυϊκ. ἐπ. ἀορ. βʹ καταπτήτην Ἰλ. Θ. 136∙ ποιητ. μτοχ. καταπτᾰκὼν ἀπαντᾷ ὡσαύτως ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 252˙ (πρβλ. καταπλακών)˙ πρκμ. κατέπτηκα Θεμίστ. 309Β, ἢ κατέπτηχα, ἴδε κατωτ.˙ ἐπ. μετοχ. καταπεπτηώς, ἴδε κατωτ.˙ (ἴδε πτήσω)˙ «ζαρώνω», κάθημαι «ζαρωμένος», μαζευμένος ἔνεκα φόβου, καταπτήτην ὑπ’ ὄχεσφι Ἰλ. Θ. 136˙ καταπτήξας ὑπὸ θάμνῳ Χ. 191˙ κατά δ’ ἔπτηξαν ποτὶ γαίῃ Ὀδ. Θ. 190˙ λιμῷ καταπεπτηυῖα Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 295, (πρβλ. προσπτήσσω, ὑποπτήσσωὡσαύτως παρὰ πεζοῖς, κατέπτηχε μέντοι ταῦτα πάντα νῦν Δημ. 42. 22˙ γυναῖκας περιφόβους κατεπτηχυίας Ἀντιφ.˙ δεδοικόσι τὴν ἰσχὺν αὐτοῦ καὶ κατεπτηχόσιν ἡμῖν Διον. Ἁλ. 7. 50˙ ταπεινοὶ καταπτήξετε Πλουτ. Αἰμίλ 27, πρβλ. Περικλ. 25∙ κατεπτηχὸς τὸ ὑπήκοον καὶ ὑπὸ φόβου δεδουλωμένον Ἀριστειδ. Α. σ. 62, 6˙ μετ’ αἰτ., ἔκφρονας γενέσθαι πάντας καὶ καταπτῆξαι τὸ μέγεθος ὁ αὐτ. ἐν Συλλ. 7.