ἐκτατέον: Difference between revisions
ἀναγκαίως δ' ἔχει βίον θερίζειν ὥστε κάρπιμον στάχυν, καὶ τὸν μὲν εἶναι, τὸν δὲ μή → But it is our inevitable lot to harvest life like a fruitful crop, for one of us to live, one not. (Euripides, Hypsipyle fr. 60.94ff.)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=e)ktate/on | |Beta Code=e)ktate/on | ||
|Definition=[[one must pronounce long]], Sch.<span class="bibl">Il.21.262</span>. | |Definition=[[one must pronounce long]], Sch.<span class="bibl">Il.21.262</span>. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[hay que alargar]], [[hay que extender]] τὴν χεῖρα μετὰ τάξεως ἐκ διαστημάτων ἐ. ref. a las buenas costumbres en la mesa, Clem.Al.<i>Paed</i>.2.1.13, para votar, Sud.s.u. χειροτονητέον.<br /><b class="num">2</b> gram. [[hay que alargar]] una sílaba, una vocal τὸ δὲ «δηριαάσθων» τὸ δεύτερον «α» ἐ. Hdn.Gr.1.536, οὕτως ἐ. διὰ τὸ μέτρον τὸ «Ἀσκληπιοῦ» Hdn.Gr.2.36, τὴν «ψι» συλλαβὴν ἐ. διὰ τὸ μέτρον Hdn.Gr.2.96, cf. Sch.A.R.1.664a, Hdn.Gr.2.24. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκτᾰτέον''': ῥημ. ἐπίθ., δεῖ ἐκτείνειν, Κλήμ. Ἀλ. σ. 447, γραμμ., «[[ἐκτατέον]] τὸ ι» Σχόλ. Βικτ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Λ. 678· «[[ἐκτατέον]] τὸ α» Σχόλ. Βεν. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Φ. 262. | |lstext='''ἐκτᾰτέον''': ῥημ. ἐπίθ., δεῖ ἐκτείνειν, Κλήμ. Ἀλ. σ. 447, γραμμ., «[[ἐκτατέον]] τὸ ι» Σχόλ. Βικτ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Λ. 678· «[[ἐκτατέον]] τὸ α» Σχόλ. Βεν. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Φ. 262. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:15, 6 October 2022
English (LSJ)
one must pronounce long, Sch.Il.21.262.
Spanish (DGE)
1 hay que alargar, hay que extender τὴν χεῖρα μετὰ τάξεως ἐκ διαστημάτων ἐ. ref. a las buenas costumbres en la mesa, Clem.Al.Paed.2.1.13, para votar, Sud.s.u. χειροτονητέον.
2 gram. hay que alargar una sílaba, una vocal τὸ δὲ «δηριαάσθων» τὸ δεύτερον «α» ἐ. Hdn.Gr.1.536, οὕτως ἐ. διὰ τὸ μέτρον τὸ «Ἀσκληπιοῦ» Hdn.Gr.2.36, τὴν «ψι» συλλαβὴν ἐ. διὰ τὸ μέτρον Hdn.Gr.2.96, cf. Sch.A.R.1.664a, Hdn.Gr.2.24.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτᾰτέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ ἐκτείνειν, Κλήμ. Ἀλ. σ. 447, γραμμ., «ἐκτατέον τὸ ι» Σχόλ. Βικτ. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Λ. 678· «ἐκτατέον τὸ α» Σχόλ. Βεν. εἰς Ὁμ. Ἰλ. Φ. 262.