ἐντρύφημα: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "εῑσα" to "εῖσα") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[ἐντρύφημα]])<br /><b>1.</b> αυτό που προσφέρει [[τέρψη]], [[ηδονή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ηδονή]], [[απόλαυση]], [[ευχαρίστηση]] («ἡ | |mltxt=το (AM [[ἐντρύφημα]])<br /><b>1.</b> αυτό που προσφέρει [[τέρψη]], [[ηδονή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ηδονή]], [[απόλαυση]], [[ευχαρίστηση]] («ἡ δημιουργηθεῖσα [[κτίσις]], τὸ κοινὸν [[ἐντρύφημα]]», Γρηγ<br />Ναζ.)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[καμάρι]], [[χαρά]], [[περηφάνια]] («οὗτοι, το ἐμὸν ἀγαθὸν [[ἐντρύφημα]]», <b>Γρηγ. Ναζ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 16:18, 29 September 2022
English (LSJ)
ατος, τό, thing to take pleasure in, a delight, LXXEc.2.8(pl.), Ph.1.690.
German (Pape)
[Seite 859] τό, das, worin man schwelgt, woran man sich ergötzt, Philo.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντρύφημα: τό, πᾶν ὅ,τι παρέχει τρυφήν, ἀπόλαυσις, ἐντρύφημα υἱῶν ἀνθρώπων Ἑβδ. (Ἐκκλ. Β΄, 8), Φίλων 690. 38.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
delicia, deleite c. gen. subjet. ἐποίησα ... ἐντρυφήματα υἱῶν τοῦ ἀνθρώπου οἰνοχόον καὶ οἰνοχόας LXX Ec.2.8, cf. T.Iud.21.5, como trad. de hebr. Ἐδέμ ‘Edén’, Ph.1.690, τὸ ἐμὸν ἀγαθὸν ἐ. de una pers., Gr.Naz.M.35.724C, c. dat. κτίσεως θέα, ... πᾶσιν ἡμῖν ἐντρυφήματος el espectáculo de la creación, delicia común para todos nosotros Gr.Naz.M.36.368D.
Greek Monolingual
το (AM ἐντρύφημα)
1. αυτό που προσφέρει τέρψη, ηδονή
αρχ.
1. ηδονή, απόλαυση, ευχαρίστηση («ἡ δημιουργηθεῖσα κτίσις, τὸ κοινὸν ἐντρύφημα», Γρηγ
Ναζ.)
2. (για πρόσ.) καμάρι, χαρά, περηφάνια («οὗτοι, το ἐμὸν ἀγαθὸν ἐντρύφημα», Γρηγ. Ναζ.).