ἐπικομίζω: Difference between revisions
Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0951.png Seite 951]] hinzubringen, -führen, D. L. 5, 14; τὴν τροφὴν ἐπικομίσασθαι, mit sich bringen, D. Cass. 50, 11; Heliod. 2, 69. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0951.png Seite 951]] hinzubringen, -führen, D. L. 5, 14; τὴν τροφὴν ἐπικομίσασθαι, mit sich bringen, D. Cass. 50, 11; Heliod. 2, 69. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπικομίζω:''' [[препровождать]] (ἐπικομίζεσθαι τοῖς ἰδίοις Arst. ap. Diog. L.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπικομίζω]] (AM) [[κομίζω]]<br />[[μεταφέρω]], [[κομίζω]], [[οδηγώ]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπικομίζομαι</i><br />[[φέρω]], έχω [[κάτι]] [[επάνω]] μου, [[συναποκομίζω]] («τὴν τροφὴν αὐτοὺς ἑαυτοῖς... ἐπικομίσασθαι κελεύσας», Δίων Κάσσ.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> (για [[παιδιά]]) επιτροπεύομαι, ανατρέφομαι. | |mltxt=[[ἐπικομίζω]] (AM) [[κομίζω]]<br />[[μεταφέρω]], [[κομίζω]], [[οδηγώ]] [[κάτι]] σε κάποιον<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>ἐπικομίζομαι</i><br />[[φέρω]], έχω [[κάτι]] [[επάνω]] μου, [[συναποκομίζω]] («τὴν τροφὴν αὐτοὺς ἑαυτοῖς... ἐπικομίσασθαι κελεύσας», Δίων Κάσσ.)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> (για [[παιδιά]]) επιτροπεύομαι, ανατρέφομαι. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 3 October 2022
English (LSJ)
bring or carry to, ἐπὶ τοὺς ἔξω τόπους Str.11.2.17, cf. Arist. ap. D.L.5.14 (Pass.):—Med., bring with one, τὰ τοῦ Ἰωσήπου ὀστᾶ J.AJ2.15.2; τὴν τροφὴν ἑαυτοῖς D.C.50.11, cf. PLips.41.10 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 951] hinzubringen, -führen, D. L. 5, 14; τὴν τροφὴν ἐπικομίσασθαι, mit sich bringen, D. Cass. 50, 11; Heliod. 2, 69.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικομίζω: препровождать (ἐπικομίζεσθαι τοῖς ἰδίοις Arst. ap. Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικομίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ: - ἐπιτροπεύω ἢ ἀνατρέφω, ἐπιμελείσθω δὲ Νικάνωρ καὶ Μύρμηκος τοῦ παιδίου, ὅπως ἂν ἀξίως ἡμῶν τοῖς ἰδίοις ἐπικομισθῇ Διαθήκη Ἀριστ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 14, ἐν τῷ Παθ. - Μέσ., κομίζω τι μετ’ ἐμοῦ, τὴν τροφὴν αὐτοὺς ἑαυτοῖς... ἐπικομίσασθαι κελεύσας Δίων Κ. 50. 11.
Greek Monolingual
ἐπικομίζω (AM) κομίζω
μεταφέρω, κομίζω, οδηγώ κάτι σε κάποιον
αρχ.
1. μέσ. ἐπικομίζομαι
φέρω, έχω κάτι επάνω μου, συναποκομίζω («τὴν τροφὴν αὐτοὺς ἑαυτοῖς... ἐπικομίσασθαι κελεύσας», Δίων Κάσσ.)
2. παθ. (για παιδιά) επιτροπεύομαι, ανατρέφομαι.