ἐπιχρέμπτομαι: Difference between revisions
From LSJ
αὐτῇ καθ' αὑτὴν εἰλικρινεῖ τῇ διανοίᾳ χρώμενος → by using his mind alone by itself and uncorrupted
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1004.png Seite 1004]] dabei ausspucken, τοῖς λεγομένοις, bei dem Gesagten, Luc. rhet. praec. 19. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1004.png Seite 1004]] dabei ausspucken, τοῖς λεγομένοις, bei dem Gesagten, Luc. rhet. praec. 19. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=cracher sur.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[χρέμπτομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιχρέμπτομαι''': Ἀποθ., [[χρέμπτομαι]] (ξεροβήχω) ἐπί τινι, ἢ καθ’ ὃν χρόνον [[λέγω]] τι, καὶ λαρύγγιζε καὶ ἐπιχρέμπτου τοῖς λεγομένοις Λουκ. Ρητόρ. Διδασκ. 19. | |lstext='''ἐπιχρέμπτομαι''': Ἀποθ., [[χρέμπτομαι]] (ξεροβήχω) ἐπί τινι, ἢ καθ’ ὃν χρόνον [[λέγω]] τι, καὶ λαρύγγιζε καὶ ἐπιχρέμπτου τοῖς λεγομένοις Λουκ. Ρητόρ. Διδασκ. 19. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:36, 2 October 2022
English (LSJ)
punctuate with spitting, τοῖς λεγομένοις Luc.Rh. Pr.19.
German (Pape)
[Seite 1004] dabei ausspucken, τοῖς λεγομένοις, bei dem Gesagten, Luc. rhet. praec. 19.
French (Bailly abrégé)
cracher sur.
Étymologie: ἐπί, χρέμπτομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχρέμπτομαι: Ἀποθ., χρέμπτομαι (ξεροβήχω) ἐπί τινι, ἢ καθ’ ὃν χρόνον λέγω τι, καὶ λαρύγγιζε καὶ ἐπιχρέμπτου τοῖς λεγομένοις Λουκ. Ρητόρ. Διδασκ. 19.
Greek Monolingual
ἐπιχρέμπτομαι (Α)
αποδοκιμάζω φτύνοντας με αηδία («ἐπιχρέμπτου τοῖς λεγομένοις»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χρέμπτομαι «φτύνω, βγάζω φλέγματα»].
Greek Monotonic
ἐπιχρέμπτομαι: αποθ., ξεροβήχω πάνω σε, τινι, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιχρέμπτομαι: сплевывать (τοῖς λεγομένοις Luc.).