ἔπανδρος: Difference between revisions
Γλώσσῃ ματαίᾳ ζημία προστρίβεται → Afferre damna lubricum linguae solet → Der eitlen Zunge folgt die Strafe auf den Fuß
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0901.png Seite 901]] mannhaft, einem Manne geziemend, [[πρᾶξις]] D. Sic. 4, 50; [[μουσική]] Sext. Emp. adv. mus. 15; von einem Manne, ἔπ. καὶ ἀῤῥενουργός Nicomach. in Phot. bibl. p. 144, 15; – τὸ ἔπανδρον, männliches Wesen, Palaeph. – Adv., ἐπ. ἀγωνίζεσθαι Sext. Emp. adv. eth. 107. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0901.png Seite 901]] mannhaft, einem Manne geziemend, [[πρᾶξις]] D. Sic. 4, 50; [[μουσική]] Sext. Emp. adv. mus. 15; von einem Manne, ἔπ. καὶ ἀῤῥενουργός Nicomach. in Phot. bibl. p. 144, 15; – τὸ ἔπανδρον, männliches Wesen, Palaeph. – Adv., ἐπ. ἀγωνίζεσθαι Sext. Emp. adv. eth. 107. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔπανδρος:''' [[мужской]], [[подобающий мужчине]], [[мужественный]] ([[πρᾶξις]] Diod.; [[μουσική]] Sext.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔπανδρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει σε άνδρα, [[ανδροπρεπής]], [[ανδρικός]] («φασὶν ἔπανδρον καὶ μνήμης ἀξίαν ἐπιτελέσασθαι πρᾱξιν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔπανδρον</i><br />ανδρικό, αρρενωπό [[παράστημα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπάνδρως</i><br />ανδρικά, γενναία, με ανδρικό [[φρόνημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ανδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. [[άνανδρος]], [[εύανδρος]])]. | |mltxt=[[ἔπανδρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει σε άνδρα, [[ανδροπρεπής]], [[ανδρικός]] («φασὶν ἔπανδρον καὶ μνήμης ἀξίαν ἐπιτελέσασθαι πρᾱξιν», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἔπανδρον</i><br />ανδρικό, αρρενωπό [[παράστημα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπάνδρως</i><br />ανδρικά, γενναία, με ανδρικό [[φρόνημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ανδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ανήρ]]), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. [[άνανδρος]], [[εύανδρος]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:15, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, (ἀνήρ) manly, Demad.37, Phld.Ir.p.65 W., Vett. Val.14.24, al.; πρᾶξις D.S.4.50; ἐργασία IG4.951 (i B.C.); τὸ ἔ. masculine spirit, Corn.ND20; ἔργα Hierocl.p.63 A. (Comp.). Adv. -δρως S.E.M.11.107; ἀγωνίσασθαι CIG4239 (Tlos), cf. SIG709.6 (Cherson., ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 901] mannhaft, einem Manne geziemend, πρᾶξις D. Sic. 4, 50; μουσική Sext. Emp. adv. mus. 15; von einem Manne, ἔπ. καὶ ἀῤῥενουργός Nicomach. in Phot. bibl. p. 144, 15; – τὸ ἔπανδρον, männliches Wesen, Palaeph. – Adv., ἐπ. ἀγωνίζεσθαι Sext. Emp. adv. eth. 107.
Russian (Dvoretsky)
ἔπανδρος: мужской, подобающий мужчине, мужественный (πρᾶξις Diod.; μουσική Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔπανδρος: -ον, (ἀνὴρ) ἀνδρικός, Διόδ. 4. 50, Συλλ. Ἐπιγρ. 5879.7· τὸ ἔπανδρον, τὸ ἀνδρικόν, Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 20. - Ἐπίρρ. ἐπάνδρως, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 107, Συλλ. Ἐπιγρ. 4239.
Greek Monolingual
ἔπανδρος, -ον (Α)
1. αυτός που αρμόζει σε άνδρα, ανδροπρεπής, ανδρικός («φασὶν ἔπανδρον καὶ μνήμης ἀξίαν ἐπιτελέσασθαι πρᾱξιν», Διόδ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔπανδρον
ανδρικό, αρρενωπό παράστημα.
επίρρ...
ἐπάνδρως
ανδρικά, γενναία, με ανδρικό φρόνημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ανδρος (< ανήρ), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. άνανδρος, εύανδρος)].