ἀπελέκητος: Difference between revisions

From LSJ

Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)pele/khtos
|Beta Code=a)pele/khtos
|Definition=ον, [[unhewn]], [[unwrought]], <span class="bibl">LXX <span class="title">3 Ki.</span>6.1</span>, al.: metaph., [[φωνή]] Crantorap.<span class="bibl">D.L.4.27</span>.
|Definition=ον, [[unhewn]], [[unwrought]], <span class="bibl">LXX <span class="title">3 Ki.</span>6.1</span>, al.: metaph., [[φωνή]] Crantorap.<span class="bibl">D.L.4.27</span>.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no labrado]], [[no trabajado]] λίθος [[LXX]] 3<i>Re</i>.6.1<sup>a</sup>, ξύλα [[LXX]] 3<i>Re</i>.10.11, 12<br /><b class="num">•</b>fig. φωνή Crantor en D.L.4.27.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ ἀ. [[sillar]] τρεῖς στίχους ἀπελεκήτων [[LXX]] 3<i>Re</i>.6.36.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπελέκητος''': -ον, ὁ μὴ πελεκηθείς, μεταφ. τραχὺς ὡς καὶ νῦν· ἦν δὲ καὶ δεινὸς ὀνοματοποιῆσαι (ὁ Κράντωρ)· τραγῳδὸν [[γοῦν]] ἀπελέκητον εἶπεν ἔχειν φωνὴν καὶ φλοιοῦ μεστὴν Διογ. Λ. 4. 27.
|lstext='''ἀπελέκητος''': -ον, ὁ μὴ πελεκηθείς, μεταφ. τραχὺς ὡς καὶ νῦν· ἦν δὲ καὶ δεινὸς ὀνοματοποιῆσαι (ὁ Κράντωρ)· τραγῳδὸν [[γοῦν]] ἀπελέκητον εἶπεν ἔχειν φωνὴν καὶ φλοιοῦ μεστὴν Διογ. Λ. 4. 27.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[no labrado]], [[no trabajado]] λίθος [[LXX]] 3<i>Re</i>.6.1<sup>a</sup>, ξύλα [[LXX]] 3<i>Re</i>.10.11, 12<br /><b class="num">•</b>fig. φωνή Crantor en D.L.4.27.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ ἀ. [[sillar]] τρεῖς στίχους ἀπελεκήτων [[LXX]] 3<i>Re</i>.6.36.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:40, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπελέκητος Medium diacritics: ἀπελέκητος Low diacritics: απελέκητος Capitals: ΑΠΕΛΕΚΗΤΟΣ
Transliteration A: apelékētos Transliteration B: apelekētos Transliteration C: apelekitos Beta Code: a)pele/khtos

English (LSJ)

ον, unhewn, unwrought, LXX 3 Ki.6.1, al.: metaph., φωνή Crantorap.D.L.4.27.

Spanish (DGE)

-ον
1 no labrado, no trabajado λίθος LXX 3Re.6.1a, ξύλα LXX 3Re.10.11, 12
fig. φωνή Crantor en D.L.4.27.
2 subst. τὸ ἀ. sillar τρεῖς στίχους ἀπελεκήτων LXX 3Re.6.36.

German (Pape)

[Seite 286] unbehauen, roh, φωνή D. L. 4, 27.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπελέκητος: -ον, ὁ μὴ πελεκηθείς, μεταφ. τραχὺς ὡς καὶ νῦν· ἦν δὲ καὶ δεινὸς ὀνοματοποιῆσαι (ὁ Κράντωρ)· τραγῳδὸν γοῦν ἀπελέκητον εἶπεν ἔχειν φωνὴν καὶ φλοιοῦ μεστὴν Διογ. Λ. 4. 27.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπελέκητος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει πελεκηθεί
2. (για ανθρώπους) άξεστος, αμόρφωτος, τραχύς
3. παροιμ. «άνθρωπος αγράμματος, ξύλο απελέκητο».

Russian (Dvoretsky)

ἀπελέκητος: досл. не обтесанный топором, перен. необработанный, грубый (φωνή Diog. L.).