εὐανάγνωστος: Difference between revisions

From LSJ

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1056.png Seite 1056]] leicht zu lesen, Arist. rhet. 3, 5 u. S0.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1056.png Seite 1056]] leicht zu lesen, Arist. rhet. 3, 5 u. S0.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à lire.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀναγιγνώσκω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐανάγνωστος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, εὐκολοανάγνωστος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 6.
|lstext='''εὐανάγνωστος''': -ον, ὡς καὶ νῦν, εὐκολοανάγνωστος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à lire.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀναγιγνώσκω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:09, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐανάγνωστος Medium diacritics: εὐανάγνωστος Low diacritics: ευανάγνωστος Capitals: ΕΥΑΝΑΓΝΩΣΤΟΣ
Transliteration A: euanágnōstos Transliteration B: euanagnōstos Transliteration C: evanagnostos Beta Code: eu)ana/gnwstos

English (LSJ)

ον, easy to read aloud, Arist.Rh.1407b11, Phld. Rh.1.199 S.

German (Pape)

[Seite 1056] leicht zu lesen, Arist. rhet. 3, 5 u. S0.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à lire.
Étymologie: εὖ, ἀναγιγνώσκω.

Greek (Liddell-Scott)

εὐανάγνωστος: -ον, ὡς καὶ νῦν, εὐκολοανάγνωστος, Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 6.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐανάγνωστος, -ον)
αυτός που είναι καθαρά γραμμένος και επομένως αναγιγνώσκεται εύκολα, ο ευκολοδιάβαστος
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ευανάγνωστο(ν)
η ευκολία αναγνώσεως ενός γραπτού κειμένου.
επίρρ...
ευαναγνώστως και ευανάγνωστα
με ευανάγνωστο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ανα-γνωστος (< ανα-γιγνώσκω), πρβλ. δυσ-ανάγνωστος].

Russian (Dvoretsky)

εὐανάγνωστος: легко читающийся, удобочитаемый (τὸ γεγραμμένον Arst.).