εὐμετάπειστος: Difference between revisions
From LSJ
τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία → knowledge is the object of our inquiry, the aim of our investigation is knowledge
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1080.png Seite 1080]] leicht durch Überredung auf eine andere Meinung zu bringen, Arist. Eth. 7, 9, 10, Ggstz [[δύσπειστος]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1080.png Seite 1080]] leicht durch Überredung auf eine andere Meinung zu bringen, Arist. Eth. 7, 9, 10, Ggstz [[δύσπειστος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />facile à faire changer d'avis.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[μεταπείθω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐμετάπειστος''': -ον, εὐκόλως μεταπειθόμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 2. | |lstext='''εὐμετάπειστος''': -ον, εὐκόλως μεταπειθόμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:30, 1 October 2022
English (LSJ)
easy to persuade, Arist.EN1151b6, Them.Or.7.98b.
German (Pape)
[Seite 1080] leicht durch Überredung auf eine andere Meinung zu bringen, Arist. Eth. 7, 9, 10, Ggstz δύσπειστος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à faire changer d'avis.
Étymologie: εὖ, μεταπείθω.
Greek (Liddell-Scott)
εὐμετάπειστος: -ον, εὐκόλως μεταπειθόμενος, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 9, 2.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐμετάπειστος, -ον)
αυτός που μεταπείθεται εύκολα, που αλλάζει εύκολα γνώμη και αποφάσεις με την πειθώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μετα-πειστός (< μετα-πείθω)].
Greek Monotonic
εὐμετάπειστος: -ον (μεταπείθω), αυτός που εύκολα μεταπείθεται, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
εὐμετάπειστος: легко убеждаемый, сговорчивый Arst.
Middle Liddell
εὐ-μετάπειστος, ον μεταπείθω
easy to persuade, Arist.