τετράγηρυς: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-υ, Α<br />(για το τετράχορδο) αυτός που έχει [[τέσσερεις]] τόνους ή [[τέσσερεις]] φωνές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γῆρυς]] «[[φωνή]], [[λαλιά]]» ( | |mltxt=-υ, Α<br />(για το τετράχορδο) αυτός που έχει [[τέσσερεις]] τόνους ή [[τέσσερεις]] φωνές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γῆρυς]] «[[φωνή]], [[λαλιά]]» ([[πρβλ]]. [[εὔγηρυς]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:49, 11 May 2023
English (LSJ)
υ, four-toned, of the tetrachord, ἀοιδά Terp.5.
German (Pape)
[Seite 1096] υ, gen. υος, vierstimmig, aus vier Tönen bestehend, Terpand. bei Strab. XIII, p. 618.
Greek (Liddell-Scott)
τετράγηρυς: υ, ὁ ἔχων τέσσαρας τόνους ἢ φωνάς, τετράφωνος, ἐπὶ τοῦ τετραχόρδου, Τέρπανδρ. 1.
Greek Monolingual
-υ, Α
(για το τετράχορδο) αυτός που έχει τέσσερεις τόνους ή τέσσερεις φωνές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + γῆρυς «φωνή, λαλιά» (πρβλ. εὔγηρυς)].