τυλώδης: Difference between revisions
From LSJ
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=tulw/dhs | |Beta Code=tulw/dhs | ||
|Definition=ες, [[callous]], Plu. 2.46d (metaph.), Dsc.2.154, Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.10.23.24</span>, <span class="bibl">Sor.1.10</span>, Gal.6.775. | |Definition=ες, [[callous]], Plu. 2.46d (metaph.), Dsc.2.154, Antyll. ap. <span class="bibl">Orib.10.23.24</span>, <span class="bibl">Sor.1.10</span>, Gal.6.775. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ης, ες:<br />calleux.<br />'''Étymologie:''' [[τύλος]], -ωδης. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τυλώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[τυλοειδής]], [[ὥσπερ]] ἐν σκληρᾷ σαρκὶ καὶ τυλώδει, τῇ ψυχῇ μώλωπα μὴ λαμβάνοντος Πλούτ. 2. 46D. | |lstext='''τυλώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[τυλοειδής]], [[ὥσπερ]] ἐν σκληρᾷ σαρκὶ καὶ τυλώδει, τῇ ψυχῇ μώλωπα μὴ λαμβάνοντος Πλούτ. 2. 46D. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 10:30, 2 October 2022
English (LSJ)
ες, callous, Plu. 2.46d (metaph.), Dsc.2.154, Antyll. ap. Orib.10.23.24, Sor.1.10, Gal.6.775.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
calleux.
Étymologie: τύλος, -ωδης.
Greek (Liddell-Scott)
τυλώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ τυλοειδής, ὥσπερ ἐν σκληρᾷ σαρκὶ καὶ τυλώδει, τῇ ψυχῇ μώλωπα μὴ λαμβάνοντος Πλούτ. 2. 46D.
Greek Monolingual
-ες / τυλώδης, -ῶδες, ΝΜΑ τύλη/τύλος
όμοιος με τύλο, με κάλο (α. «τυλώδες εξόγκωμα» β. «ὥσπερ ἐν σκληρᾷ σαρκὶ καὶ τυλώδει», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. γεμάτος τύλους («τυλώδες χέρι»)
2. φρ. «τυλώδες έλκος»
ιατρ. έλκος με παλιά και σκληρά χείλη, λόγω υπερτροφικής σκλήρυνσης.
Russian (Dvoretsky)
τῠλώδης: мозолистый (σάρξ Plut.).