ἀρίστευμα: Difference between revisions

From LSJ

κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλινbend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)ri/steuma
|Beta Code=a)ri/steuma
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ατος, τό,</b> = [[ἀριστεία]], [[deed of prowess]], <span class="bibl">Eust.115.14</span> (pl.), <span class="title">Gp.Praef.</span>2 (pl.).
|Definition=[<b class="b3">ᾰ], ατος, τό,</b> = [[ἀριστεία]], [[deed of prowess]], <span class="bibl">Eust.115.14</span> (pl.), <span class="title">Gp.Praef.</span>2 (pl.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό [[hazaña]] Eust.115.14.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρίστευμα''': τό, = [[ἀριστεία]], ἔνδοξον [[κατόρθωμα]], «ἔργοις καλλίστοις, καὶ τροπαίοις, καὶ νίκαις, καὶ τοῖς λοιποῖς ἀριστεύμασιν» Γεωπ. Προοίμ. 2, Εὐστ. 115. 14.
|lstext='''ἀρίστευμα''': τό, = [[ἀριστεία]], ἔνδοξον [[κατόρθωμα]], «ἔργοις καλλίστοις, καὶ τροπαίοις, καὶ νίκαις, καὶ τοῖς λοιποῖς ἀριστεύμασιν» Γεωπ. Προοίμ. 2, Εὐστ. 115. 14.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό [[hazaña]] Eust.115.14.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρίστευμα]], το (Μ) [[αριστεύω]]<br />το [[κατόρθωμα]], ο [[άθλος]], το [[ανδραγάθημα]].
|mltxt=[[ἀρίστευμα]], το (Μ) [[αριστεύω]]<br />το [[κατόρθωμα]], ο [[άθλος]], το [[ανδραγάθημα]].
}}
}}

Revision as of 14:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρίστευμα Medium diacritics: ἀρίστευμα Low diacritics: αρίστευμα Capitals: ΑΡΙΣΤΕΥΜΑ
Transliteration A: arísteuma Transliteration B: aristeuma Transliteration C: aristevma Beta Code: a)ri/steuma

English (LSJ)

[ᾰ], ατος, τό, = ἀριστεία, deed of prowess, Eust.115.14 (pl.), Gp.Praef.2 (pl.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό hazaña Eust.115.14.

German (Pape)

[Seite 352] τό, = ἀριστεία, Eustath.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρίστευμα: τό, = ἀριστεία, ἔνδοξον κατόρθωμα, «ἔργοις καλλίστοις, καὶ τροπαίοις, καὶ νίκαις, καὶ τοῖς λοιποῖς ἀριστεύμασιν» Γεωπ. Προοίμ. 2, Εὐστ. 115. 14.

Greek Monolingual

ἀρίστευμα, το (Μ) αριστεύω
το κατόρθωμα, ο άθλος, το ανδραγάθημα.