ἐχέτης: Difference between revisions
From LSJ
Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1124.png Seite 1124]] ὁ, der Habende, Besitzende, Reiche, Pind. frg. 273. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1124.png Seite 1124]] ὁ, der Habende, Besitzende, Reiche, Pind. frg. 273. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui possède.<br />'''Étymologie:''' [[ἔχω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐχέτης''': -ου, ὁ, = ὁ ἔχων, ἔχων περιουσίαν, [[πλούσιος]], Πινδ. Ἀποσπ. 273. | |lstext='''ἐχέτης''': -ου, ὁ, = ὁ ἔχων, ἔχων περιουσίαν, [[πλούσιος]], Πινδ. Ἀποσπ. 273. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ου, ὁ, = ὁ ἔχων, man of substance, Pi.Fr.304.
German (Pape)
[Seite 1124] ὁ, der Habende, Besitzende, Reiche, Pind. frg. 273.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui possède.
Étymologie: ἔχω.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχέτης: -ου, ὁ, = ὁ ἔχων, ἔχων περιουσίαν, πλούσιος, Πινδ. Ἀποσπ. 273.
Greek Monolingual
ἐχέτης, ὁ (Α)
αυτός που έχει, άνθρωπος με πολλά αγαθά, πλούσιος κτηματίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. εχ-του έχω (I) + κατάλ. -έτης (πρβλ. ευνέτης, οφειλέτης)].
Greek Monotonic
ἐχέτης: -ου, ὁ, = ὁ ἔχων, αυτός που έχει κτήματα ή χρήματα, πλούσιος, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐχέτης: ου ὁ имущий, состоятельный человек Pind.